Π.Ε.Ν.Ε.Ν.
Καλλιμάνης: «Ένα με την… τρομοκρατία» – Απέλυσαν εργαζόμενη που δήλωσε ότι θα απεργήσει, συλλήψεις συνδικαλιστών

Μέρες εργασιακής χούντας στη γνωστή εταιρεία επεξεργασίας και τυποποίησης κατεψυγμένων αλιευμάτων, Καλλιμάνης, όπου η εταιρεία μπορεί να έχει ως μότο της το “Ενα με τη Θάλασσα” αλλά αποδεικνύει ότι είναι «ένα με την τρομοκρατία» και τις απολύσεις για όποιον/α τολμήσει να σηκώσει ανάστημα και να διεκδικήσει αυτονόητα δικαιώματα.
Συγκεκριμένα, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Πάτρας με ανακοίνωσή του καταγγέλλει τη σύλληψη δύο μελών της διοίκησης του ΕΚΠ και συναδέλφισσας εργαζόμενης από την Εταιρεία Καλλιμάνης στο Αίγιο, της οποίας επιδόθηκε απόλυση αμέσως μόλις δήλωσε ότι θα απεργήσει στις 28 Φλεβάρη.
Οι εργαζόμενοι συνελήφθησαν από την αστυνομία μετά από παρέμβαση της εργοδοσίας, την ώρα που ενημέρωναν τους εργαζόμενους της επιχείρησης για την απεργία στις 28 Φλεβάρη και για την εκδικητική απόλυση.
«Η ενέργεια αυτή αποτελεί προσπάθεια εκφοβισμού και καταστολής της δράσης των εργατικών σωματείων που υπερασπίζονται τα εργατικά δικαιώματα. Αποτελεί υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής περιορισμού των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Δεν θα τους περάσει. Είναι γελασμένοι όσοι νομίζουν ότι με τέτοιες μεθόδους μπορούν να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους», καταλήγει η ανακοίνωση του ΕΚΠ.
Σημειώνεται ότι η εταιρεία βρίσκεται πλέον σε τουρκικά χέρια καθώς εξαγοράστηκε το 2022 από την Dardanel Freece της οικογένειας Ονέν.
Πηγή: prin.gr
Δριμύτατη επίθεση από το συγκρότημα ΜΜΕ Φιλιππάκη, στο κυβερνητικό κόμμα.

«Ζούμε στην εποχή των τεράτων. Κυριολεκτικά. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Ζούμε στην εποχή του φόβου. Συντριπτικά. Η Ελλάδα κυβερνάται με τον φόβο και τον εκβιασμό, όχι με το ήθος και την καλοσύνη. Διανύουμε την βδομάδα των απειλών και των “προστακτικών”. Καθημερινά. Τις ακούμε, τις διαβάζουμε και τις αντικρίζουμε σε ημερήσια βάση. Τα τέρατα αλυχτούν και με φωνή δικτάτορος εξαπολύουν απειλές πίσω από μικρόφωνα και τα πληκτρολόγια σε όλους όσους θέλουν να ασκήσουν το συνταγματικό δικαίωνα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι», μας γράφει στο πρωτοσέλιδο άρθρο του στην “Εστία”, ο διευθυντής της Μανόλης Κοττάκης.
Η δεύτερη πολιτική ημερήσια του συγκροτήματος ΜΜΕ του Γ. Φιλιππάκη, η “Δημοκρατία” έχει το πρωτοσέλιδο της ημέρας. Η δεξιά, αλλά σφόδρα αντιμητσοτακική εφημερίδα που διευθύνει ο Δημήτρης Ριζούλης εξαπολύει ένα δριμύτατο κατηγορώ στο κυβερνητικό κόμμα γράφοντας μεταξύ άλλων:

Πηγή: vathikokkino.gr
Δικαιοσύνη και ακροδεξιά: Ποιος θα κερδίσει;

Η λειτουργία της δικαιοσύνης, ως βασικός μοχλός για τη «διακυβέρνηση της ελευθερίας», των δικαιωμάτων του πολίτη στο πλαίσιο της «υποταγής στον νόμο», μία νομοθεσία ισότιμη για όλους τους πολίτες, απαλλαγμένης από τα υποκειμενικά πάθη και τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και προσανατολισμένη στο κοινό καλό κι όχι το συμφέρον των πολιτικών, αποτελεί πάντοτε τον στόχο κάθε αυταρχικής μορφής κυβέρνηση. Η δικαιοσύνη σε τέτοιες ζοφερές περιστάσεις, όπου η κρατική εξουσία βρίσκεται στα χέρια ηγετών με δεσποτικές κι ανελεύθερες απόψεις, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή η Τζόρτζια Μελόνι, μπορεί να αποτελέσει το έσχατο προπύργιο της μάχης για τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ή και το αντίθετο, κλίνοντας το γόνυ ή υποχωρώντας στη σπάθα της εξουσίας.
Δεν είναι τυχαίο που και στις ΗΠΑ και στην Ιταλία ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία, με κύριο άξονα τη συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας και του «προστατευτικού» ρόλου της απέναντι στις αυθαιρεσίες και τις επιθέσεις του κράτους στις πολιτικές ελευθερίες και τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, έχει φθάσει στο κατακόρυφο.
Από τη μία έχουμε τα πρώτα διατάγματα του Τραμπ που βάλλουν ευθύβολα κατά του πυρήνα του ομοσπονδιακού κράτους και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών στις ΗΠΑ και μία ακραία εφαρμογή του πλαισίου του δόγματος Law and Economics. Από την άλλη το τρίπτυχο της συνταγματικής και δικαιϊκής ανατροπής που επιχειρεί η Μελόνι στην Ιταλία, με άξονες την μεταναστευτική πολιτική και τη «διαφοροποιημένη αυτονομία», την απολυταρχική πρόκριση του raison d’ état έναντι του raison de droit, με αποκορύφωμα την υπόθεση Αλ Μάσρι και την προσπάθειά της να αλλάξει τους δικαστικούς κώδικες και τους κανονισμούς λειτουργίας του δικαστικού σώματος, με στόχο να το ελέγξει. Περίτρανη απόδειξη για το πώς μεθοδεύουν τον πλήρη έλεγχο της εξουσίας και της κοινωνίας κυβερνήσεις, που με λαϊκιστικό μανδύα αποβλέπουν στην αλλαγή κάθε φιλελεύθερης (όχι με την πολιτική έννοια) αρχής του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων.

Ο Τραμπ με την έναρξη της θητείας του έδειξε απερίφραστα πως σκοπεύει να απαλλαγεί από εκείνους τους κρατικούς παράγοντες, που κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας στάθηκαν αναχώματα και πιθανόν θα επιχειρήσουν να μετριάσουν την «επανάστασή» του. Οι αθρόες απολύσεις και προγραφές που σχεδιάζει κι εκτελεί με τη συνδρομή του νέου δορυφόρου του Ίλον Μασκ και της DOGE του και η σύμπραξη με κάθε αδυσώπητο κερδοσκόπο και τυχοδιωκτικό συνωμοσιολόγο, που επιδιώκουν να καταλάβουν και να ελέγξουν με τη συνδρομή της Τεχνητής Νοημοσύνης και των ΜΚΔ κάθε νευραλγική θέση στην κυβέρνηση και να επιδιώκουν προσωπικά συμφέροντα χωρίς κανέναν φραγμό. Για να επιτευχθεί τούτο είναι απαραίτητο λοιπόν να ευθυγραμμιστεί η δικαιοσύνη, ο πυλώνας της αμερικανικής δημοκρατίας. Αρκεί να διαβάζει κανείς τους New York Times για να καταλάβει ότι ο αγώνας είναι σε εξέλιξη. Ενώ ακαδημαϊκοί νομομαθείς θεωρούν ότι «συστηματικές αντισυνταγματικές και παράνομες πράξεις δημιουργούν συνταγματική κρίση», αυτή είναι η πρώτη φορά που ένας ομοσπονδιακός δικαστής στο Ρόουντ Άιλαντ, που αποφάνθηκε πως η κυβέρνηση Τραμπ δεν υπακούει στις δικαστικές εντολές. Παράλληλα, ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει πως «οι δικαστές δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να ελέγχουν τη νόμιμη εξουσία της εκτελεστικής εξουσίας», καθώς «οποιαδήποτε νομική αμφισβήτηση δεν είναι παρά μια προσπάθεια υπονόμευσης της βούλησης του αμερικανικού λαού». Δηλώσεις που αμφισβητούν άμεσα τη συνταγματική κατοχύρωση του ρυθμιστικού ρόλου της δικαιοσύνης και της δυνατότητας που τις δίνεται να αποτελεί, πέρα από κριτή και θεματοφύλακα των ελευθεριών, δικαιωμάτων και της ισονομίας των πολιτών. Στα μάτια της νέας ομάδας που νέμεται την εκτελεστική εξουσία στις ΗΠΑ κι είναι γαλουχημένη με το αυταρχικό πνεύμα και το καθεστώς αυθαιρεσίας και κυνισμού που χαρακτηρίζει το επιχειρείν (που θα υπηρετήσουν αμέριστα και στις κυβερνητικές θέσεις), ο έλεγχος από τη δικαιοσύνη φαντάζει μία αδιανόητη παρέμβαση. Το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό για το εάν και κατά πόσο θα επικρατήσει η δικαιοσύνη και θα η δυνατότητά της να επιβάλλει την τήρηση του νόμου και του Συντάγματος ή απλά θα υποχωρήσει και θα υποκλιθεί στην παντοδυναμία του χρήματος που έχει καταλάβει την αμερικανική εκτελεστική εξουσία.
Η αμφισβήτηση του κράτους δικαίου που επιδιώκει ο Τραμπ μέχρι σήμερα αποτελεί ένα ταμπού και γινόταν αντιληπτή ως αιρετική άποψη στις ΗΠΑ. Για τον μέσο Αμερικανό και την κουλτούρα της χώρας είναι ακριβώς το κράτος δικαίου που ίδρυσε το ανεξάρτητο κράτος. Η εναρκτήρια πράξη της Αμερικανικής Επανάστασης ήταν η διεκδίκηση της ατομικής ελευθερίας και του κράτους δικαίου που την εγγυάται κι η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας απαριθμεί στο προοίμιό της τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία είναι οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής κοινότητας. Το Αμερικανικό Σύνταγμα και τα άρθρα του, πέρα από τις προσθετικές τροποποιήσεις, παραμένει χωρίς αναθεώρηση στα περίπου 250 χρόνια από τη σύνταξή του και θεωρείται οιωνεί θέσφατο και πυξίδα για την κοινωνία και τα δίκαιά της. Ωστόσο, σήμερα με τον Τραμπ και τη δράκα των πλουσίων που νέμονται την εξουσία η κατάργηση του κράτους δικαίου μοιάζει το πιθανότερο σενάριο. αυτό είναι που είναι πιθανό να συμβεί. Πράγματι, το μίσος για το νόμο κι η περιφρόνηση στο κράτος δικαίου είναι ένας από τους πυλώνες του Τραμπισμού. Όπως και κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, όπως μαρτυρά η στάση του Τραμπ τις τελευταίες εβδομάδες, ποδοπατώντας κάθε συμβατική δέσμευση και υποχρέωση. Για τους οπαδούς και τον ίδιον τον Τραμπ ο νόμος αποτελεί «προνόμιο» των «καλοπροαίρετων» και «πολιτικώς ορθούς μορφωμένους» (τους «θολοκουλτουριάρηδες» του δικού μας Αδώνιδος-Σπυρίδωνος) που κατ’ αυτόν αποτελούν την πολυμίσητη ελίτ, που στο όνομα μίας αφηρημένης και υποκριτικής υπεράσπισης των μειονοτήτων, υπονομεύουν τη βούληση της πλειοψηφίας και του λαού -όπως αυτός τον καταλαβαίνει. Για τον νέο πρόεδρο, η κυριαρχία πηγάζει από το λαό, όχι από τα ακαταλαβίστικα και δαιδαλώδη περιεχόμενα ενός κώδικα που κανείς δεν καταλαβαίνει. Για τον Τραμπ auctoritas non veritas (πολύ περισσότερο iustitia) facit legem και το πολιτεύεσθαί του επικυρώνει όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του μοντέρνου (φιλελεύθερου) κράτους αυτήν την αρχή. Μία αρχή που ακόμη πριν τον Τραμπ εφαρμόζει με απαρέγκλιτη εμμονή και η ομογάλακτή του και θαυμάστριά του νεοφασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Από την έναρξη της θητείας της η Τζόρτζια Μελόνι ακατάπαυστα πασχίζει να ελέγξει απόλυτα και να καθυποτάξει στο δικό της σύστημα για τη νομοθέτηση και άσκηση των κανόνων του δικαίου. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες κι αποφάσεις.
Το ιταλικό Σύνταγμα, προϊόν της αντιφασιστικής πολιτικής ατμόσφαιρας και του πνεύματος ελευθερίας και δικαιοσύνης που ανδρώθηκε με τον αγώνα της Αντίστασης στον φασισμό, κατοχυρώνει για το δικαστικό σύστημα , με πολύ πιο οργανικό και ολοκληρωμένο τρόπο από ό,τι σε άλλα σύγχρονα Συντάγματα, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, δημιουργώντας έναν σκληρό πυρήνα θεσμικού πλουραλισμού που δεν μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κατορθωτό να ξεπεραστεί. Εξόν από μερικές εξαιρέσεις -και τούτο κυρίως στα Μολυβένια Χρόνια του ‘70 (βλέπε νόμος Ρεάλε, ή θεώρημα Καλότζερο) και την κατάσταση εξαίρεσης που το αστικό κράτος είχε επιβάλει για να αντιμετωπίσει τα νεολαιΐστικα, εργατικά κινήματα, με πρόσχημα την τρομοκρατία, που το ίδιο με την Στρατηγική της Κρίσης είχε μεθοδεύσει -ίσαμε σήμερα η ανεξάρτητη δικαιοσύνη στην Ιταλία έχει συμβάλλει σε αποκαλύψεις ή έχει υπερασπισθεί δικαιώματα που θίγονταν και αφορούσαν την αυθαιρεσία του κράτους ή τους παρακρατικούς δεσμούς του με στυγερούς και φαύλους κύκλους.
Έχοντας φιλοδοξία να επιβάλει το νεοφασιστικό σκοταδιστικό της πρόγραμμα, η Μελόνι έχει συγκρουσθεί ευθέως με τη δικαστική εξουσία. Οι ανατροπές που δικαστικές αποφάσεις έχουν δρομολογήσει σε πρωτοβουλίες της για σημαντικές αλλαγές, συνταγματικού τις περισσότερες φορές περιεχομένου, που φιλοδοξούν να αποσπάσουν την εκτελεστική εξουσία πέρα από τα όρια του νόμου, αποτελούν ένα πραγματικό αγκάθι για την νεοφασίστρια ηγέτιδα.
Η δικαστική απόφαση για τα κέντρα κράτησης μεταναστών στην Αλβανία, η μερική αποδοχή της αντισυνταγματικότητας της συνταγματικής τροποποίησης για τη «διαφοροποιημένη αυτονομία» (η οποία αλλοιώνει και καταργεί την αρχή της ισονομίας και της ενότητας του ιταλικού κράτους και του δημόσιου χαρακτήρα του), η αντίθεση στην προσπάθεια μεταβολής του συνταγματικού ρόλου του πρωθυπουργού και του προέδρου (η πρωθυπουργοποίηση του καθεστώτος), οι θετικές κρίσεις για πέντε δημοψηφίσματα για την ιθαγένεια και την εργασία και τα παρελκόμενα της δίωξης της Μελόνι και σημαντικών υπουργών για την υπόθεση Αλ Μάσρι, που αποτελούσε το άκρο άωτο της κυβερνητικής αυθαιρεσίας απέναντι στη νομοθεσία και το διεθνές δίκαιο και τις συμβάσεις, έχουν αποδείξει πως το δικαστικό σώμα εξακολουθεί να αποτελεί έναν σημαντικό εγγυητή για τα ελευθερίες και τα δικαιώματα στην ιταλική κοινωνία.
Ο ορυμαγδός από τις προσβολές που εκτόξευσε η Μελόνι ενάντια στη δικαιοσύνη, για την οποία βουερά διακήρυξε την ανάγκη για συνταγματική μεταρρύθμιση του ρόλου της και οι μεθοδεύσεις της για τη δικαιοσύνη (άρθρο 6 του συνταγματικού νόμου) που θέτει ένα δικονομικό προνόμιο υπέρ των υπουργών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους απλούς πολίτες, πρέπει να ειδοποιηθούν άμεσα για την ύπαρξη έρευνας σε βάρος τους κι οι ωμές αξιώσεις της ασυλίας των πολιτικών από τους συνταγματικούς κανόνες του κράτους δικαίου, αποδεικνύουν πως τα θεσμικά αντίβαρα της δικαιοσύνης εξακολουθούν να αντέχουν.
Ενώπιον αυτής της αντίστασης η Μελόνι από τις 16 Ιανουαρίου κι ακολουθώντας το παράδειγμα της κυβέρνησης του υπό δίωξη Μπερλουσκόνι το 2011, προχώρησε σε άλλη μία «εποχική μεταρρύθμιση», ώστε να τεθεί τέλος στο σκάνδαλο της «διαιρεμένης εξουσίας» και σε μία καταιγίδα από προεδρικά διατάγματα για τη μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα, προκειμένου να παρακάμψει τους σκοπέλους και ν’ ανοίξει μία δίοδο για να καταστήσει υποχείριο της τη δικαιοσύνη.
Παράλληλα, όπως κι ο Τραμπ, μεθοδεύει τη συκοφάντηση του δικαστικού κλάδου. Σε αυτό συνεργούν και οι σύμμαχοί της, όπως ο ηγέτης της ξενοφοβικής Λέγκας Ματέο Σαλβίνι -αμέσως μετά την απαλλαγή του για την υπόθεση Open Arms. Η Εθνική Ένωση Δικαστών έκρουσε δικαιολογημένα τον κώδωνα του κινδύνου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση του υπουργού δικαιοσύνης Νόρντιο και της Μελόνι για το πώς διακυβεύονται οι ανώτατες αρχές που επηρεάζουν την ελευθερία και παραποιεί ένα από τα θεμελιώδη κεφάλαια του Συντάγματος που ορίζει την ταυτότητα της Δημοκρατίας και την περίμετρο του κράτους δικαίου.
Το σκάνδαλο της «διαιρεμένης εξουσίας» (δικαστικής και εκτελεστικής) που επικαλείται η Μελόνι και αγγίζει την ίδια τη φύση και τον χώρο εφαρμογής του νόμου και την αντίληψη του ρόλου του δικαστή και «της δυνατότητας που του δίνεται να προσδίδει νόημα στον νόμο εντός της κοινωνίας (…) και της πολιτικής του διάστασης» οδηγεί σε αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ του πολιτικού κόσμου και της δικαστικής εξουσίας. Θυμίζει εποχές που η πολιτική εξουσία προσπάθησε παντοιοτρόπως (ακόμη και με τις συκοφαντίες για «κόκκινους δικαστές») στην αμφιλεγόμενη περίοδο των κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι. Ή στο σχέδιο να υποταχθεί η άσκηση δικαιοδοσίας στην πολιτική κατεύθυνση το 1981, μετά την ανακάλυψη του ανατρεπτικού «Σχεδίου Δημοκρατικής Αναγέννησης» του αρχιμασόνου της Ρ2 Λίτσιο Τζέλι, που εξήγγειλε μια σκοτεινή προφητεία για την ανατροπή των δημοκρατικών θεσμών. Την οποία μοιάζει σήμερα η Μελόνι και Σία να πασχίζει με όλες της τις δυνάμεις για να εφαρμόσει. Η μεταρρύθμιση των άρθρων του συνταγματικού συστήματος, που εγγυώνται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν έχει να κάνει με τη δικαιοσύνη παρά μόνο εκφράζει τη μισαλλοδοξία της πολιτικής εξουσίας στον έλεγχο της νομιμότητας και ξεσκεπάζει την αυταρχική της παρόρμηση.

Βέβαια, τούτη η συζήτηση για το ποια είναι εκείνη η αρχή, η εκτελεστική ή η δικαστική, που κατέχει τα πρωτεία στη συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους έχει από παλιά ρίζες στη φιλοσοφία του δικαίου. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σήμερα διεξάγεται αυτός ο αγώνας, ανάμεσα σε μία εξουσία με απολυταρχικές και πέραν του νόμου βλέψεις και τη δικαιοσύνη στον ρόλο εγγυητή έστω και των ελάχιστων αρχών δικαίου, θυμίζει την αντιπαράθεση στις αρχές της δεκαετίας του 1930, που έφερε αντιμέτωπους τον γνωστό νομομαθή Αυστριακό Χανς Κέλσεν (που πολιτογραφήθηκε Αμερικανός διαφεύγοντας από τον ναζισμό) και τον Γερμανό Καρλ Σμιτ, ο οποίος έμελλε να γίνει ο κύριος νομικός απολογητής του χιτλερικού καθεστώτος, με τις θεωρίες του για τον «νόμο της Γης», του «εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού», τη μορφή του «ηγέτη» και τη συγκρότηση της «πολιτικής θεολογίας». Ο εισηγητής του Θετικού Δικαίου Κέλσεν υποστήριζε την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου συνταγματικού δικαστηρίου και διεκήρυσσε πως ό,τι κι αν συμβεί, «πρέπει κανείς να συμπεριφέρεται όπως προβλέπει το Σύνταγμα» (Pure Theory of Law, 1934). Σε αντίθεση με τον Σμιτ («Θεωρία του Συντάγματος» του 1928)που θεωρούσε πως οι νόμοι οφείλουν να υποτάσσονται στην πολιτική, γιατί το να βεβαιώνει κανείς ότι «δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά οι κανόνες και οι νόμοι που πρέπει να κυριαρχούν και να είναι ‘κυρίαρχοι’ είναι παράλογο». Κατ’ αυτόν, «ένα σύνταγμα είναι έγκυρο επειδή πηγάζει από μια συντακτική εξουσία (pouvoir constituant –δηλαδή μια ανώτατη αρχή ή αυταρχική εξουσία) και θεμελιώνεται από αυτήν» . Έτσι, το αυθεντικό σύνταγμα, σύμφωνα με τον Σμιτ, «βασίζεται σε μια πολιτική απόφαση» με τη μορφή μιας «βούλησης» κι η προέλευσή του δεν είναι «ένας ηθικός ή νομικός κανόνας», αλλά μια κατεξοχήν πολιτική πράξη. Η πολιτική νομιμότητα είναι ανώτερη από τη συνταγματική νομιμότητα. Αυτό ακριβώς που υπονοούν οι Βανς και Μελόνι, επικαλούμενοι διαρκώς τη «βούληση του λαού», δηλ. τους ψηφοφόρους τους κι εννοώντας την ολιγαρχική (κι επιχειρηματική) ομάδα που συγκεντρώνεται γύρω από τις κυβερνήσεις τους.
Στην απολυταρχική έμπνευση του Συντάγματος που διακονούσε ο Σμιτ, που υποτιθέμενα βασίζεται στην βούληση του λαού και την αποφασιστικότητα κι απόφαση του ηγέτη θα πρέπει, μιας και μιλάμε και για τις ΗΠΑ, να προσθέσουμε και τη διάσταση που έδινε ο Γάλλος φιλόσοφος Aλέξις ντε Τοκβίλ στη συγκριτική του μελέτη για τη λειτουργία των πολιτευμάτων ανάμεσα στις δύο ηπείρους (Ευρώπη κι Αμερική).
Στο αξεπέραστο έργο του για την αμερικανική δημοκρατία, που παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρο μιας και το Σύνταγμα της χώρας αυτής κι οι αρχές του παραμένουν στην πρώτη αναθεώρητη μορφή τους εν ισχύι, ιδιαίτερα πέρα από τις ατομικές ελευθερίες και τον τρόπο που οργανώνεται η κοινωνία γύρω από τις εγγυήσεις απέναντί τους, τον συναρπάζει ιδιαίτερα ο κίνδυνος του «απολιτικού» και ακόμη περισσότερο η «τυραννία της πλειοψηφίας». Ο Τοκβίλ επεσήμαινε πως «αυτό για το οποίο κατακρίνω περισσότερο τη δημοκρατική κυβέρνηση, όπως έχει οργανωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι, όπως πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη ισχυρίζονται, η αδυναμία της, αλλά αντίθετα η δύναμη της. Και αυτό που με απωθεί περισσότερο για την Αμερική δεν είναι η ακραία ελευθερία που βασιλεύει εκεί, αλλά οι λίγες εγγυήσεις που βρίσκει κανείς εκεί ενάντια στην τυραννία».
Στο όνομα αυτής της πλειοψηφίας που τους εξέλεξε ή τους αναδεικνύει, μεθοδεύουν οι Τραμπ, η Μελόνι, ο Μιλέι, η Λεπέν και όλοι οι ακροδεξιοί και νεοφασίστες την επίθεσή τους στην κοινωνία μέσα από την υπονόμευση του κράτους δικαίου και της συνταγματικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων κι ελευθεριών των πολιτών. Η επικράτηση της Σμιτιανής αντίληψης για το Σύνταγμα και την in extemis ισχύ των νόμων που η πολιτική εξουσία επιβάλλει ανάλογα με τη βούλησή της, απέναντι στην απαρέγκλιτη εμμονή κι εφαρμογή στη συνταγματική νομιμότητα, που διακύρυττε ο Κέλσεν, ιστορικά γνωρίζουμε τι συνέβη στη δεκαετία του ‘30. Μένει να δούμε εάν η δικαστική εξουσία, αλλά και η vox populi υπέρ της ελευθερίας και των δικαιωμάτων θα αντισταθεί στην αυθαίρετη επιβολή των κανόνων και των νόμων που θα εκφράζει μία σκοταδιστική και ανελεύθερη εκτελεστική εξουσία.
Πηγή: kosmodromio.gr
Έγκλημα Τεμπών: Πέντε λόγοι για το «Βατερλό» της κυβερνητικής προπαγάνδας, του Διονύση Ελευθεράτου

Διαλέξτε! «Ποντάρετε» στο ακριβές είδος της… καταστροφής που θα επέλθει, εάν δεν τερματιστεί ο κοινωνικός ξεσηκωμός για το έγκλημα των Τεμπών…
Έχουμε και λέμε: Μπορεί κάποιοι… τρισκατάρατοι «να μας οδηγήσουν σε ζούγκλα» (Κυριάκος Μητσοτάκης, πρωθυπουργός). Μπορεί να πάμε σε «υφέρποντα εμφύλιο», (Γιώργος Φλωρίδης, υπουργός Δικαιοσύνηςυπουργός Δικαιοσύνης). Μπορεί να κινδυνεύσει «το κράτος μας ως υπόσταση» (Άρης Πορτοσάλτε). Κι αν τα παραπάνω σας φαίνονται πολύ θολά και γενικά, πάρτε και μια τέταρτη επιλογή που όλα «τα κάνει πενηνταράκια», τα ρίχνει στη χύτρα και τ’ ανακατεύει: «Πάμε ντουγρού για πολιτική κρίση, για ακυβερνησία και για πολιτική ανωμαλία, η οποία δεν θα ακυρώσει μόνο τα βήματα που έκανε η χώρα μετά το 2019 στο μακροοικονομικό και γεωπολιτικό πεδίο, θα χτυπήσει άσχημα και την τσέπη του φτωχού νοικοκυριού» (Δημήτρης Καμπουράκης).
Η κινδυνολογική υστερία είναι – προφανέστατα- ευθέως ανάλογη του κυβερνητικού πανικού, εν όψει των διαδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί για την 28η Φεβρουαρίου 2025, σε πάνω από 250 σημεία – πόλεις, κωμοπόλεις, κλπ- της χώρας και 54 του εξωτερικού (τόσα είχαν ανακοινωθεί όταν γράφονταν αυτές οι αράδες). Και πρόκειται για απολύτως εξηγήσιμο πανικό.
Όπου κι αν σταθείς, όποια συζήτηση κι αν ακούσεις, όποια δημοσκόπηση κι αν δεις, όλα το επιβεβαιώνουν: Σε ό,τι αφορά τα Τέμπη, οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης διαθέτουν διεισδυτικότητα αποκαρδιωτική, για την ίδια. Όπως έδειξε η δημοσκόπηση της Alco, ακόμη και στις τάξεις των ψηφοφόρων της ΝΔ εκείνοι που πιστεύουν πως η κυβέρνηση πασχίζει να συγκαλύψει ευθύνες είναι περισσότεροι όσων δηλώνουν το αντίθετο – και όχι με «διαφορά στήθους».
Μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε τουλάχιστον πέντε λόγους, για τους οποίους η κυβερνητική «επικοινωνιακή» γραμμή έχει πέσει στο κενό.
Πρώτος λόγος: Αναμασώντας διαρκώς το «ας αφήσουμε τη Δικαιοσύνη ν’ αποφασίσει», η κυβέρνηση μοιάζει με ελέφαντα που πασχίζει να κρυφτεί πίσω από μικρό θάμνο. Ακόμη κι αν η άποψη της κοινής γνώμης για τη Δικαιοσύνη ήταν διαφορετική από την επικρατούσα (αυτό θα το δούμε στη συνέχεια), η μονότονη επίκληση της δικαστικής λειτουργίας και πάλι θα αδυνατούσε να προσφέρει κάλυψη σε άφθονα, κρίσιμα ζητήματα που, δυστυχώς για την κυβέρνηση, ούτε ξεχάστηκαν, ούτε περιθωριοποιήθηκαν στη συλλογική κρίση.
Κανένα δικαστήριο δεν περιμένει η κοινωνία για να θυμηθεί την υπουργική αναισθησία που βασίλευε, όταν οι εργαζόμενοι προειδοποιούσαν για τους μεγάλους κινδύνους. Ούτε για να θυμηθεί την ανυπαρξία τηλεδιοίκησης. Ούτε τις αμέτρητες κενές οργανικές θέσεις στον εγκαταλελειμμένο ΟΣΕ. Ούτε τις ευθύνες του Οργανισμού και της «κακομαθημένης» Hellenic Train (γι’ αυτές πάντως «μίλησε» και το Πρωτοδικείο), η οποία συνεχίζει να είναι το «χαϊδεμένο παιδί» των κυβερνώντων.
Εκτός οποιασδήποτε δικαστικής εμβέλειας κινούνται και τα συμπεράσματα που ήδη έχει διαμορφώσει η κοινή γνώμη, ως προς τις κατοπινές πρακτικές «κουκουλώματος» – από την αρχή, έως και την πρόσφατη αποκάλυψη των Data Journalists για το περιεχόμενο της εσωτερικής έκθεσης της Hellenic Train.
Ουδείς λογικός άνθρωπος αναμένει κάποια δικαστική ετυμηγορία, προκειμένου να μάθει ή να κρίνει για όλα τούτα και για αρκετά ακόμη, που φθάνουν και περισσεύουν, ώστε να στηρίξουν το χαρακτηρισμό «έγκλημα διαρκείας».
Κατά συνέπεια, η προσπάθεια της κυβέρνησης να κρυφτεί στα φουστάνια της Δικαιοσύνης για όλα (κι όχι μόνο ως προς το επίμαχο θέμα του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας) ουσιαστικά υπογραμμίζει την ανάγκη της να… κρυφτεί. Υπό αυτήν την έννοια, πολύ περισσότερο την εκθέτει παρά την προστατεύει.
Δεύτερος λόγος, επίσης σχετιζόμενος με αυτό το «κρύψιμο»: Η κυβέρνηση καλεί τους πάντες να εμπιστευτούν «τυφλά» τη Δικαιοσύνη, αλλά δεν εισακούεται. Γιατί; Εδώ αναδύονται τέσσερα ολοκάθαρα «διότι».
Διότι (1ον), όπως επιβεβαιώνουν και οι δημοσκοπήσεις, η κοινωνική εμπιστοσύνη προς τη Δικαιοσύνη έχει πέσει στα τάρταρα, σε ό,τι αφορά (και) τα Τέμπη. Διότι (2ον) αυτή δεν είναι μια τάση που εμφανίστηκε ξαφνικά, λόγω της τραγωδίας της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Όσα ακολούθησαν μοιάζουν με χαριστική βολή στην «έξωθεν καλή μαρτυρία» της γενικής εικόνας της Δικαιοσύνης, όχι με πρώτο πλήγμα σε βάρος της. Κι αυτό επειδή τα τελευταία χρόνια καταγράφεται διαρκής μείωση του κύρους της δικαστικής λειτουργίας στην Ελλάδα.
Ας αφήσουμε να μιλήσουν τα ευρήματα των ερευνών, εν προκειμένω της Public Issue. To 2013 η Δικαιοσύνη έχαιρε της εμπιστοσύνης του 63% των ερωτηθέντων, ενώ στον αντίποδα δυσπιστούσε για αυτήν το 26%. Το 2015 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 48% – 44%. Το 2023 η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη κατρακύλησε στο 28% και η έλλειψη εμπιστοσύνης ανήλθε στο 68%. Το 2024, το «σκορ» ήταν 27% – 70%…
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε ποιες ποινικές υποθέσεις, ποιες ετυμηγορίες ή και ποιες παραγραφές δέσποζαν όλα αυτά τα χρόνια στην επικαιρότητα, επιφέροντας τέτοια σμίκρυνση του κύρους της δικαστικής λειτουργίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν εντάσσεται στα όρια αυτού του κειμένου.
Το επόμενο «διότι» (το 3ο ) αφορά τη ρέουσα πραγματικότητα, τα ευρήματα, αλλά και την ισχύ των επιχειρημάτων κάθε πλευράς. Ας πούμε πχ ότι διαβάζεις πρώτα το πόρισμα των δικαστικών πραγματογνωμόνων και, κατόπιν, όσα αναφέρει για αυτό – καταρρίπτοντάς το – η τεχνική ομάδα του Βασίλη Κοκοτσάκη, πραγματογνώμονα και τεχνικού συμβούλου των οικογενειών των θυμάτων. Ας υποθέσουμε ότι, βάσει όσων έχεις δει ή κατανοήσει, θεωρείς ισχυρότερη την επιχειρηματολογία της ομάδας Κοκοτσάκη. Τι πρέπει να κάνεις, δηλαδή; Να… λογοκρίνεις την ίδια τη σκέψη σου, επειδή στην… ούγια της μίας πλευράς φιγουράρει η λέξη «δικαστικοί»;
Κι αν – άλλο παράδειγμα – πληροφορείσαι ότι κατόπιν πρωθυπουργικής παρέμβασης σε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (26/3/23) αφαιρέθηκε η υπόθεση των Τεμπών από την ανακρίτρια Λάρισας και μεταβιβάστηκε σε εφέτη ανακριτή, ο οποίος απέφυγε να ενσωματώσει στη δικογραφία κρίσιμο υλικό (ηχητικά αρχεία, ψηφιακά έγγραφα, κ.α) που – κατ’ εντολή της προκατόχου του – είχε συλλέξει η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, θα πρέπει να τα βρεις όλα τούτα… φυσιολογικά;
Τι περίμενε, στ’ αλήθεια, η κυβέρνηση; Ότι στο άκουσμα της λέξης «Δικαιοσύνη» οι άνθρωποι θα συμπεριφέρονταν σαν λοβοτομημένοι; Ότι θα έπαυαν να βλέπουν, να ακούν, να σκέφτονται και συμπεραίνουν;
Το τελευταίο (4ο) «διότι» μας καλεί να αξιώσουμε ένα τέλος στην αιώνια, περί Δικαιοσύνης, υποκρισία της πολιτικής εξουσίας. Από … καταβολής νεοελληνικού κράτους «κρατάει» το ίδιο σχοινί – κορδόνι… Στη ρητορική της αντιπολιτευόμενης πολιτικής δύναμης «Άλφα» η Δικαιοσύνη είναι συχνά «πιεζόμενη»(ποικιλοτρόπως) ή και καθαρά «χειραγωγούμενη» από τους εκτελεστική εξουσία. Όταν, όμως, η δύναμη «Άλφα» γίνει κυβερνώσα, η Δικαιοσύνη μετατρέπεται σε συνένωση πάνσοφης κουκουβάγιας και ιερής αγελάδας, …
Το Ιανουάριο του 2018, ως αξιωματική αντιπολίτευση η ΝΔ απαρίθμησε 22 συμβάντα που, κατά την άποψή της, ισοδυναμούσαν με ισάριθμες παρεμβάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στη Δικαιοσύνη. Σήμερα, η κυβερνώσα ΝΔ μας λέει να μην σκεφθούμε καν ότι η Δικαιοσύνη θα μπορούσε να λειτουργήσει υπό πίεση… Μόνο που, όσο κι αν δεν τους αρέσει, ο κόσμος κρατά για τον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει.
Για να μη θυμηθούμε και περιπτώσεις κατά τις οποίες κυβερνήσεις (ειδικά της ΝΔ) αγνόησαν ή νόθευσαν εμπράκτως αποφάσεις της κατά τ’ άλλα …ιερότατης Δικαιοσύνης, επειδή έτυχε να μην ευθυγραμμίζονται με τις δικές τους βουλήσεις.
Κινδυνολογία γκροτέσκα, «αντεπίθεση» σε κινούμενη άμμο…
Τρίτος λόγος: Η ασύλληπτη κινδυνολογία των τελευταίων ημερών εκ των πραγμάτων λειτουργεί ως τελάλης φόβου. Σημασία έχει και η ίδια η εξέλιξή της. Άρχισε με «κώδωνες κινδύνου» για τις «θεσμικές ανωμαλίες» που φέρνει «το πεζοδρόμιο», καθώς αμφισβητεί τη Δικαιοσύνη. Και πού καταλήγει; Στην «ταμπακιέρα», με οιμωγές για τα… φοβερά δεινά που ελλοχεύουν, αν «πέσει» η κυβέρνηση. Όλη η έπαρση για «την πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη» εξανεμίστηκε. Μοιάζει οξύμωρο, αλλά η «επικοινωνιακή αντεπίθεση», η οποία (υποτίθεται πως) εξελίσσεται από τα μέσα του μήνα, έχει ως λάβαρο τον υπαρξιακό κίνδυνο που «γυροφέρνει» την κυβέρνηση.
Πρόκειται λοιπόν για μια «αντεπίθεση» που δομείται πάνω στη λογική της πιο απελπισμένης άμυνας. «Προσέξτε, θα χαθούμε ως κυβέρνηση και μετά θα χαθείτε κι εσείς…». Πόσοι συγκινούνται με τέτοιες «προειδοποιήσεις»; Όχι πολλοί, όπως φαίνεται…
Άλλωστε η τόση δραματοποίηση της κυβερνητικής ή πρωθυπουργικής ανασφάλειας καταντά γκροτέσκα. Με το δίκιο της η αρθρογράφος Κατερίνα Τζορτζινάκη παρατήρησε (στη «Ναυτεμπορική») ότι όλα τούτα θυμίζουν τον κινηματογραφικό Ζάβαλο (Λάμπρο Κωνσταντάρα), όταν έλεγε: «Εάν πέσω εγώ κινδυνεύει η χώρα, τα Βαλκάνια, ο κόσμος». Μπορούμε φυσικά να θυμηθούμε και τον Ανδρέα Ντούζο, που όταν πιάστηκε «με τη γίδα στην πλάτη» κατηγορούσε τις «σκοτεινές δυνάμεις της ανωμαλίας» (στην ταινία «Φωνάζει ο κλέφτης»).
Τέταρτος λόγος: Μέσα στη σπασμωδικότητα και τον εκνευρισμό του, το κυβερνητικό και «νεοδημοκρατικό» στρατόπεδο φάσκει και αντιφάσκει, αναιρεί τα λόγια του και επιπλέον αποτυγχάνει πλήρως σε έναν καταμερισμό ρόλων, που κάποτε φαινόταν να τηρείται.
Σε σχέση με το τελευταίο: Αρχικά, τις επιθέσεις εναντίον των οικογενειών των θυμάτων είχαν αναλάβει κυρίως τα trolls του Διαδικτύου, άντε και μερικοί αρθρογράφοι και τηλεοπτικοί σχολιαστές, των οποίων οι λίβελλοι δεν θα χρεώνονταν στην κυβέρνηση. Αλλά, όσο καθαρότερα φαινόταν ότι η κυβέρνηση δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα με την υπόθεση αυτή, τόσο συχνότερα υπέκυπταν στον «πειρασμό» και κάποιοι από τους επίσημους εκφραστές της «γραμμής».
Έτσι, σε βάθος χρόνου, τα ακούσαμε όλα… Κυβερνητικά και κομματικά στελέχη (αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό) να διαβεβαιώνουν ότι σέβονταν απολύτως τις οικογένειες των θυμάτων, με τις οποίες μάλιστα μοιράζονταν την ίδια «επιθυμία να λάμψει η αλήθεια», αλλά και δηλώσεις σαν εκείνη της Ελίζας Βόζεμπεργκ που χαρακτήρισε την Μαρία Καρυστιανού πολιτικά καθοδηγούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είδαμε και ακούσαμε τον Κυρ. Μητσοτάκη, στην συνέντευξή του στον Alpha (29/1/25), να λέει πως στις λαοθάλασσες της 26ης Ιανουαρίου συμμετείχαν και πολίτες που στηρίζουν τη ΝΔ. Αλλά, εν όψει των συγκεντρώσεων της 28ης Φεβρουαρίου, στα social media φιγουράρισε εκείνη η αφίσα που διατείνεται: «Δεν θα πάω, εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη». Κάπως έτσι, θα μπορούσαν ετεροχρονισμένα να επικριθούν ως… υπονομευτές της Δικαιοσύνης και οι οπαδοί – ψηφοφόροι της ΝΔ που, κατά τη διαπίστωση του πρωθυπουργού, συμμετείχαν στις διαδηλώσεις της 26ης Ιανουαρίου.
«Βομβαρδιστήκαμε» με άφθονες εκθέσεις ιδεών, για το πόσο καλά η κυβέρνηση κατανοεί τη σοβαρότητα του θέματος, για το πόσο φυσιολογικό είναι να «συνεχίζει η κοινωνία να βιώνει τα Τέμπη ως ανοιχτή πληγή, ως συλλογικό τραύμα», όπως είχε πει στον Alpha ο πρωθυπουργός. Μέχρι που ο Μάκης Βορίδης δεν… άντεξε και είπε ότι η σημασία του δυστυχήματος στα Τέμπη είναι μικρή, αν συγκριθεί με τις παγκόσμιες πολιτικές, γεωπολιτικές και οικονομικές αλλαγές…
Δεν είναι απλές «αστοχίες», πάνω σε αλλαγές του «μείγματος» μιας επικοινωνιακής γραμμής. Είναι – και φαίνονται – συμπτώματα πλήρους απώλειας ψυχραιμίας, αν όχι και ενδείξεις πολιτικής παράκρουσης.
Πέμπτος λόγος: Αυτό το «κάτι» που χρειαζόταν η κυβέρνηση για ν’ «αντεπιτεθεί», ναι μεν βρέθηκε (σε… κάδο ανακύκλωσης, με καθυστέρηση δυο ετών) , αλλά επικοινωνιακά δεν καρποφόρησε. Θα ήταν δύσκολο να τελεσφορήσει προπαγανδιστικά το «story» με το στικάκι και το αντίστοιχο οπτικό υλικό, έτσι όπως έγινε… διάσημο για τις χρονικές ανακολουθίες, αλλά για τις αντιφάσεις του όλου αφηγήματος.
Αυτό βεβαίως αφορούσε το θέμα του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας, όχι τα υπόλοιπα «πώς» και «γιατί» της τραγωδίας. Από την πλευρά της κυβέρνησης, όμως, θα ήταν πολύ σημαντικό, αν έτσι κατόρθωνε να σπείρει αμφιβολίες και για το σύνολο της σε βάρος της κριτικής. Αυτό δεν συνέβη.
Κι έτσι, στο ξεκίνημα της «αντεπίθεσής» της, η κυβέρνηση έμοιαζε με έναν αθλητή του «επί κοντώ» που παίρνει φόρα για το τελευταίο άλμα, αλλά ξαφνικά διαπιστώνει ότι δεν κρατά κοντάρι. Αφού δεν μπορούσε να γίνει η «αντεπίθεση» με όπλα «πραγματολογικά», μοιραία τα κενά έπρεπε να τα καλύψουν περισσότερες κραυγές. Για «καπηλείες», «υπονομεύσεις» και «αποσταθεροποιήσεις».
Ό,τι και να κάνει ή να πει , πλέον, η κυβέρνηση, μοιάζει με κινήσεις σε κινούμενη άμμο. Ο λόγος τώρα στην κοινωνία. Η 28η του μήνα καταφθάνει.
Πηγή: kommon.gr
- Τελευταια
- Δημοφιλή