
Π.Ε.Ν.Ε.Ν.
ΟΜΟΦΩΝΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ Β΄ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΕΝ
Η Β΄ Γενική Συνέλευση της ΠΕΝΕΝ η οποία συνήλθε στον Πειραιά στις 30/10/2014 έπειτα από διαλογική συζήτηση κατέληξε στο παρακάτω ψήφισμα:
Καταγγέλλουμε την Ναυτιλιακή πολιτική της συγκυβέρνησης Ν.Δ – ΠΑΣΟΚ η οποία με διαδοχικά και διαχρονικά μέτρα στηρίζει και ενισχύει τα προνόμια του εφοπλιστικού κεφαλαίου σε όλες τις κατηγορίες πλοίων. Πρόσφατα μέτρα που πάρθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση είναι ο νόμος 4150/2013, ο νόμος 4256/2014 με τους οποίους μειώνονται οι οργανικές θέσεις και συνθέσεις των Ναυτεργατών αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό τα ελλείμματα των ασφαλιστικών μας ταμείων (ΝΑΤ – ΚΕΑΝ – Ταμεία Πρόνοιας Ε.Ν) διάλυση του Οίκου Ναύτη και ταυτόχρονα αλματώδη αύξηση της ανεργίας στον χώρο της Ναυτιλίας.
Πώς δέθηκε τ' ατσάλι
Για τα 96 χρόνια από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας
Γράφει ο Αλκιβιάδης Σωζόμενος
Περάσανε κιόλας – «σαν της ελιάς το φύλλο», όπως θάγραφε ο Κώστας Βάρναλης – 96 χρόνια από την ημέρα που οι εκπρόσωποι των σκόρπιων, μέχρι τότε – σοσιαλιστικών συλλογικοτήτων και εργατικών οργανώσεων, στο κτίριο των Μηχανικών Ατμοπλοίων του Πειραιά, αποφάσισαν την ίδρυση ενιαίου εργατικού σοσιαλιστικού κόμματος: του ΣΕΚΕ, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, που, μετά από έξη χρόνια και αφού έχει βιωθεί η συγκλονιστική εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής θα μετονομαστεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας – ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ έχει γενέθλια: δεν είναι «απλώς» το παλαιότερο κόμμα της χώρας∙ δεν είναι «απλώς» ένα από τα ελάχιστα, στον πλανήτη, κόμματα που κατόρθωσαν, μετά τις συγκλονιστικές ανατροπές της δεκαετίας του `90 να διατηρήσει επί μακρόν το όνομα και τα σύμβολά του (για το χαρακτήρα του είναι άλλο ζήτημα, για το οποίο θα κάνουμε παρακάτω ορισμένη μνεία)∙ είναι σάρκα από τη σάρκα του ελληνικού λαού, είναι κάτι παραπάνω από κομμάτι της ευρύτερης ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα. Είναι η ίδια η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα: μια πραγματική εποποιία ενός λαού που πάλεψε, με πρωτοπόρο και καθοδηγητή το Κόμμα του, που μάτωσε, ενάντια στη ντόπια άρχουσα τάξη και τις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που λυμαίνονταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη χώρα∙ ενός λαού που μάτωσε, που θυσιάστηκε, που είδε νίκες και κατακτήσεις, είδε ήττες και τραγωδίες αλλά κατάφερε, να μείνει όρθιος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας συμπύκνωσε στη δική του εμπειρία ακόμη και την προηγούμενη ιστορική εμπειρία του λαού μας, μια μακρά ιστορία αγώνων, θυσιών και εξεγέρσεων. Έγινε η κόκκινη κλωστή που συνέδεσε το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον αυτής της γης και του λαού που την κατοικεί, μοχθεί επάνω της, την πονά και την υπερασπίζεται, δένοντας τις ιστορικές παρακαταθήκες με τις ανάγκες του ιστορικού υποκειμένου του σήμερα, της εργατικής τάξης, που «είναι δουλεύτρα και δεν έχει κανέναν ανάγκη».
Δε χρησιμοποίησα τυχαία αυτή τη φράση: την έχει γράψει, βάζοντάς την στο στόμα μιας δεκαοχτάχρονης εργάτριας που κάνει την προσωπική της επανάσταση, ένας σεμνός εργάτης του λόγου, ένας σπουδαίος πεζογράφος που – αν και καταγόταν από παλιά, φεουδαρχική οικογένεια – το όνομά του συγκαταλέγεται στη λίστα εκείνων που δούλεψαν για να συγκροτηθεί κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα. Ο Ντίνος Θεοτόκης, στην περίφημη νουβέλα του «Η τιμή και το χρήμα» δε μιλά, όπως γενικά νομίζεται, απλά και μόνο για τη χειραφέτηση της γυναίκας μέσα από τη μισθωτή εργασία. Λέει, αντίθετα, κάτι πολύ παραπάνω: μιλά για τη χειραφέτηση της ίδιας της εργατικής τάξης, για το σπάσιμο των εξαρτήσεών της από τις άλλες κοινωνικές τάξεις, τους παλιούς και τους νέους επικυρίαρχους της κοινωνίας. Για την εργατική τάξη που συγκροτείται ως «τάξη για τον εαυτό της», σπάζοντας το δίπολο της «τιμής» (αξία της παλιάς, φεουδαρχικής αριστοκρατίας) και του «χρήματος» (μόνη αξία της αστικής τάξης) εισάγοντας μια νέα, απόλυτη αξία: τη μισθωτή εργασία, τον πλούτο και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Λίγα λόγια γι` αυτή την – επώδυνη – πορεία προς τη διαμόρφωση, τη συνειδητοποίηση και τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης της πατρίδας μας, μέχρι την ίδρυση του Κόμματός της, θα ήθελα να γράψω σήμερα. Αλλά και λίγα λόγια, σαν επίλογο, για την ωρίμανση του ίδιου του Κόμματος μέσα από τις ιστορικές περιπέτειες του λαού μας στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Και θα ήθελα τέλος να καταθέσω την αγωνία μου και τις σκέψεις μου για το μέλλον του, καθώς σήμερα βρίσκεται σήμερα απέναντι σε ένα νέο εχθρό, ίσως περισσότερο ύπουλο και μοχθηρό από όσους έχει αντιμετωπίσει μέχρι τώρα. Για να θυμηθούμε ένα στίχο του Ελύτη: «Ήρθαν ντυμένοι φίλοι – αμέτρητες φορές οι εχθροί μας» …
Οι ξωμάχοι
Η Ελλάδα, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μετά τη συγκρότησή της σε κράτος, παραμένει μια χώρα κατ` εξοχήν αγροτική. Στην πρώτη ελεύθερη ελληνική κράτος (που περιοριζόταν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, μαζί με την Εύβοια, και τις Κυκλάδες), κυριαρχεί ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Υπάρχουν λίγα τσιφλίκια (στην Αττική και στην Εύβοια) αλλά και πολλοί ακτήμονες που διεκδικούν μερίδιο από τις λεγόμενες «εθνικές γαίες»[1]. Οι φτωχοί και άκληροι χωρικοί, ένοπλοι ακόμη από την επανάσταση, υπερασπίζονται ή διεκδικούν τη γη τους με το όπλο στο χέρι, απειθάρχητοι στην κεντρική εξουσία, η οποία, εξ άλλου, δε βρίσκεται απόλυτα σε ελληνικά χέρια: μιλώ για την περίοδο της Βαυαροκρατίας – κατά την οποία οι βαυαροί φέρθηκαν με τον πιο σκαιό τρόπο απέναντι στον ελληνικό λαό – αλλά και για την πάγια εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής: εξάρτηση οικονομική, εξάρτηση στρατιωτική, εξάρτηση πολιτική.
Η πρωτοπόρα, κάποτε ριζοσπαστική σκέψη των μεγάλων δασκάλων του ελληνικού διαφωτισμού – αναφέρομαι κυρίως στον επαγγελματία επαναστάτη, το γιακωβίνο Ρήγα, αλλά και στον «Ανώνυμο Έλληνα», τον κατά πάσα πιθανότητα καρμπονάρο που συνέγραψε την «Ελληνική Νομαρχία»[2] - έχει ιστορικό όριο, που δεν είναι άλλο από το ιστορικό όριο της ίδιας της αστικής τάξης. Δεδομένου δε ότι, κατά τη διάρκεια της επανάστασης παραμερίστηκαν τα πιο φωτισμένα και ριζοσπαστικά στοιχεία και κυριάρχησαν τα πιο συντηρητικά πνεύματα (και οι πιο συντηρητικές και κοινωνικές πολιτικές μερίδες) στο πεδίο της πολιτικής δε συναντάμε ιδιαίτερα φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης καθ` όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ακόμη και η – αναμφισβήτητα σημαντική και συναισθηματικά, ακόμη και σήμερα, φορτισμένη, συνταγματική επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη, δεν καθοδηγείται από τα πιο προοδευτικά μυαλά της εποχής: ο – για άλλους λόγους εξαιρετικά σπουδαίος - Μακρυγιάννης δεν συγκαταλέγεται πάντως σε αυτά.
Από το ιδεολογικό πλαίσιο το οποίο διαμορφώνει η άρχουσα τάξη και το οποίο επιβάλλει, ως εικός, στην ελληνική κοινωνία, λείπουν εντελώς οι υπάλληλες τάξεις και τα αιτήματά τους. Η ασφυκτική κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας» δεν αφήνει κανένα άλλο αίτημα να αναπνεύσει, καμμία άλλη διεκδίκηση να ανθίσει. Η φτωχή αγροτιά αντιστέκεται με τον «κλέφτικο» τρόπο που το έκανε πάντα: το φαινόμενο της ληστείας, οι «ωραίοι των ορέων» που έγιναν λαϊκοί θρύλοι, δεν αποτελεί παρά μια πρωτόγονη, ακατέργαστη μορφή ταξικής αντίδρασης, απέναντι σε μια ανάλγητη εξουσία.
Από το – αρκετά μηχανιστικό – για λόγους χώρου και χρόνου, αυτό σχήμα, δεν απουσιάζει ωστόσο εντελώς ο κόσμος της μισθωτής εργασίας. Από τα προεπαναστατικά ακόμη χρόνια, ο τομέας στον οποίο διέπρεπε το ελληνικό κεφάλαιο, η ναυτιλία, δίνει ορισμένα παραδείγματα σχέσεων μισθωτής εργασίας, συγκαλυμμένων κάποτε υπό τη μορφή της μοιρασιάς των κερδών. Ούτως ή άλλως πάντως, από το 1860 και μετά, συντελούνται ορισμένα εξαιρετικά σημαντικά γεγονότα που θα δώσουν ώθηση στη μετατροπή του ξωμάχου σε προλετάριο, είτε στο πεδίο της αντικειμενικής του θέσης στην παραγωγή, είτε ακόμη στο πεδίο της συνείδησης.
Το 1864, ενσωματώνονται στην Ελλάδα τα Ιόνια νησιά και το 1881 η Θεσσαλία. Η πρώτη ενσωμάτωση κουβαλάει μαζί της μια σπουδαία «προίκα» από την πλευρά που μας ενδιαφέρει εδώ: μια μακρότατη παράδοση ταξικών αγώνων – κυρίως της εξαρτημένης αγροτιάς – αγώνων για την υπεράσπιση της λαϊκής γλώσσας, καθώς και την πολιτική εμπειρία του κινήματος των «Ριζοσπαστών» που συνένωνε με τον πιο άρτιο τρόπο τις εθνικές με τις κοινωνικοταξικές διεκδικήσεις.
Στο πεδίο των σχέσεων παραγωγής, και οι δυο ενσωματώσεις οξύνουν το αγροτικό ζήτημα και μεταβάλλουν το χαρακτήρα του, καθώς εμφανίζεται για πρώτη φορά με τέτοια ένταση (αν και με διαφορετικούς, σε κάθε περίπτωση, όρους) το ζήτημα της μεγάλης γαιοκτησίας και το αίτημα για το μοίρασμά της σ` αυτούς που την καλλιεργούσαν, τους απογόνους από «τόσες γενιές ανθρώπων που `χαν ζήσει σκοτεινά, ποτίζοντας με τον ίδρο τους μια γη που δεν ήταν δική τους»[3].
Η γεωγραφική «καρδιά» της Ελλάδας, ο θεσσαλικός κάμπος, κι η δυτική εσχατιά της, ο κόσμος του Ιονίου Πελάγους, τα κοινά τους ιστορικά αιτήματα, θα διασταυρωθούν στο πρόσωπο του κεφαλλονίτη δάσκαλου και αγροτιστή Μαρίνου Αντύπα, που ξεσήκωνε τους ξωμάχους του κάμπου και δολοφονήθηκε από τους μπράβους των τσιφλικάδων. Αξίζει ακόμα να θυμηθούμε τον κερκυραίο αγροτιστή βουλευτή Πολυχρόνη Κωνσταντά[4] και τις συγκλονιστικές μάχες που έδωσε στο ελληνικό κοινοβούλιο ενάντια στους εκπροσώπους της ξεπεσμένης αριστοκρατίας για το μοίρασμα των παλιών φέουδων.
Οι προλετάριοι. α) Τα νησιά
Προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κεφαλαίου είναι η ύπαρξη εργατικών χεριών – ήτοι, «ελεύθερης» εργατικής δύναμης, ανθρώπων που δεν έχουν τίποτα δικό τους, εκτός από τα χέρια ή το μυαλό τους. Είδαμε ότι αυτό συνέβαινε κιόλας στα ελληνικά καράβια. Έχει διασωθεί το ημερολόγιο του γενάρχη της ανδριώτικης εφοπλιστικής οικογένειας των Εμπειρίκων, στο οποίο (δυστυχώς δεν έχω το κείμενο μπροστά μου για να το αντιγράψω επακριβώς, καταγράφω λοιπόν από μνήμης την ουσία), λέει περίπου τα εξής: «Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να βγάλει κανείς χρήματα. Εγώ ακολούθησα τον ανδριώτικο: δανείζεσαι 15.000 λίρες και αγοράζεις ένα καράβι. Σε ένα χρόνο, με τη δουλειά και το φιλότιμο του ανδριώτη ναυτικού, αποπληρώνεις το καράβι και έχεις και 5.000 λίρες κέρδος». Για το «γενάρχη» Εμπειρίκο, η μέχρι φυσικής εξόντωσης εκμετάλλευση των ναυτικών πάνω στο καράβι, μεταφράζεται σε «φιλότιμο» του ανδριώτη ναυτικού!
Το πρώτο γεωγραφικό σημείο του ελλαδικού χώρου όπου η συγκυρία βοήθησε να υπάρξουν ελεύθερα εργατικά χέρια, ήταν το μικρό, άνυδρο νησάκι στην καρδιά του Αιγαίου, η Σύρος: προστατευμένη – λόγω του καθολικού πληθυσμού – από τη γαλλική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, δεν έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι, ορίστηκε από τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις ως χώρος υποδοχής προσφύγων από την κατεστραμμένη Χίο, τα καμμένα Ψαρά και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Οι περισσότεροι από αυτούς έφτασαν στο άγονο και άνυδρο νησί χωρίς στον ήλιο μοίρα, με μόνη προίκα τα χέρια τους, χωρίς ελπίδα να αποκτήσουν γη: τα φτωχά κτήματα του τόπου βρίσκονταν στα χέρια των ντόπιων. Από την άλλη μεριά, μια μικρή μερίδα των νεοφερμένων, είχαν διασώσει περιουσίες και κεφάλαια ή είχαν εύπορους συγγενείς ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού. Η νέα πόλη που ιδρύθηκε αφιερώθηκε εξ αρχής στο εμπόριο και στη μεταποίηση – πήρε μάλιστα, σε μια έξαρση λατρείας της αρχαιότητας και νεοκλασικισμού, ορατού στα αρχοντικά της – το όνομα του θεού του εμπορίου: Ερμούπολη. Καθώς το νησί βρίσκεται στο κέντρο του Αιγαίου, έγινε γρήγορα κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου: τα ρώσικα στάρια, το αιγυπτιακό βαμβάκι, τα εγγλέζικα υφάσματα, τα αποικιακά της Ανατολής, διασταυρώνονταν στο λιμάνι της. Εκεί, ιδρύθηκε και το ναυπηγείο, το Νεώριο της Σύρου, στο οποίο στήθηκε και το πρώτο εργατικό συνδικάτο που λειτούργησε ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν το σωματείο των ξυλουργών του Νεώριου, που ιδρύθηκε το 1879 και, την ίδια χρονιά, διοργάνωσε και την πρώτη απεργία που έγινε ποτέ στο ελληνικό κράτος.
Αναφέρθηκα προηγουμένως στα Ιόνια νησιά: ήδη, από τα χρόνια της αγγλικής προστασίας, οι Ύπατοι Αρμοστές είχαν καθιερώσει ένα ευνοϊκό καθεστώς για επενδυτές που έρχονταν από άλλες περιοχές. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Έτσι, πολλοί, κυρίως ηπειρώτες, κεφαλαιούχοι πέρασαν στα Ιόνια νησιά και δημιούργησαν καπιταλιστικές επιχειρήσεις, κυρίως στην Κέρκυρα. Αναπλήρωσαν έτσι το κενό της ύπαρξης μιας ντόπιας αστικής τάξης[5] και δημιούργησαν σημαντικές βιομηχανικές μονάδες, όπως του Ζαφειρόπουλου (ζυμαρικά), του Δεσύλλα (που κατεργαζόταν γιούτα και κάνναβη) ή τη χαρτοβιομηχανία του Ασπιώτη. Τα εργοστάσια αυτά δημιουργήθηκαν στα λαϊκά προάστεια της πόλης της Κέρκυρας, κυρίως στο Μαντούκι, με τους ατίθασους και περήφανους κατοίκους, που δεν είχαν δεσμούς με την ύπαιθρο, ούτε έγγεια περιουσία, ούτε και προσδοκία έγγειας περιουσίας – γι` αυτό και αποτελούσαν «ελεύθερα» εργατικά χέρια.
Αν στην Κεφαλλονιά ήταν πιο έντονο και πιο μαχητικό το κίνημα των Ριζοσπαστών, στην Κέρκυρα, εκτός από τις μαχητικές διεκδικήσεις για το μοίρασμα της γης, αναπτύχθηκαν – από την αρχή του 20ου αιώνα όμως – συλλογικότητες σοσιαλιστικού χαρακτήρα, με κύριο εκπρόσωπό τους το «Σοσιαλιστικό Όμιλο της Κέρκυρας», με ψυχή ακριβώς το Ντίνο Θεοτόκη. Συσπειρώνει στις γραμμές του διανοούμενους αλλά και εργάτες και θα πάρει μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο του 1918, εκπροσωπούμενος από το Σίδερη που έχει ήδη εκλεγεί βουλευτής.
Τα λιμάνια
Τα πρώτα σημαντικά λιμάνια του ελληνικού κράτους σε ηπειρωτικό έδαφος υπήρξαν η Πάτρα και ο Πύργος, εξ αιτίας, αφενός της γειτνίασής τους με τις σταφιδοπαραγωγικές περιοχές της Πελοποννήσου, αφετέρου του προσανατολισμού τους προς τη δυτική Ευρώπη, βασικό καταναλωτή της κορινθιακής σταφίδας. Παρατηρείται μια ορισμένη συγκέντρωση εργατικής τάξης στις πόλεις αυτές και μια ορισμένη επίσης ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των σοσιαλιστικών ιδεών, διαμεσολαβημένη όμως από τις αντιλήψεις του γειτονικού ιταλικού κόσμου. Οι ιταλοί σοσιαλιστές, τον προπερασμένο αιώνα, επηρεάζονταν κυρίως από τον αναρχισμό. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, αναπτύσσεται πρώτα το λιμάνι του Πειραιά (ουσιαστικό εξάρτημα της πρωτεύουσας) και, κατόπιν, η πόλη και το λιμάνι του Βόλου. Αναπτύσσονται βιομηχανικοί κλάδοι όπως η βυρσοδεψία, η κλωστοϋφαντουργία, η υποδηματοποιία, η κεραμοποιία. Τα γύρω νησιά αλλά και η ύπαιθρος αρχίζουν να μαζεύονται στις δυο πόλεις, όπου δημιουργείται πια συγκέντρωση εργατικής τάξης και αντίστοιχες συλλογικότητες. Βεβαίως, επηρεάζεται και η Αθήνα: γλαφυρές – και τραγικές – σκηνές από τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων στις παρυφές της πόλης («εις την δυτικήν εσχατιάν», όπως ο ίδιος γράφει) μας έχει δώσει ο μεγάλος Παπαδιαμάντης. Δεν πρόκειται ακόμη, ωστόσο, για συγκροτημένο προλεταριάτο: ο φτωχός κόσμος που περιγράφει, είναι συνήθως μικροί τεχνίτες, που ο καθένας δουλεύει με τα δικά του εργαλεία, ξυλουργοί, πλύστρες, ράφτρες, υπηρέτριες, είναι ένας μικρόκοσμος πρόσφατα ξεριζωμένος από τη γενέθλια γη του, μη ενταγμένος ακόμη σε μια συγκροτημένη κοινωνική τάξη, που υποφέρει, κατά τον τρόπο του Βάρναλη, «δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα».
Της γης το χρυσάφι
Ένας τομέας της παραγωγής στον οποίο υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού είναι τα μεταλλεία – κυρίως τα μεταλλεία του Λαυρίου. Η γαλλοϊταλικών συμφερόντων εταιρία του Σερπιέρι που τα εκμεταλλεύεται, καταδικάζει τους εργάτες σε συνθήκες κόλασης. Το 1883 ξεσπά η πρώτη, μεγάλη απεργία στον ελλαδικό χώρο, τα επιλεγόμενα «Λαυρεωτικά». Λίγο πιο νότια, στη Σέριφο, ο γερμανός μεταλλειολόγος Γρώμαν έχει αγοράσει, κυριολεκτικά για ένα πιάτο φαϊ, τη γη των κατοίκων της δυτικής πλευράς του νησιού και έχει θέσει ξανά σε λειτουργία τα μεταλλεία σιδήρου, γνωστά από την αρχαιότητα, που είχαν όμως να λειτουργήσουν από την περίοδο της βενετοκρατίας, από το 14ο αιώνα. Η αμοιβή των κατοίκων του νησιού για τη γη που πούλησαν, ήταν η πρόσληψή τους στα μεταλλεία. Τον πολυτραγουδισμένο ήλιο του Αιγαίου, αυτοί οι άνθρωποι δεν τον έβλεπαν ποτέ: ζούσαν στις στοές, σαν τυφλοπόντικες, από τα χαράματα της Δευτέρας μέχρι το βράδυ του Σαββάτου. Μετά έπιναν – μόνη χαρά και αναψυχή σε μια ζωή χωρίς φως. Μαζί τους κι οι πελοποννήσιοι από την απέναντι ακτή, οι μηλιοί κι οι κιμωλιάτες που έρχονταν να πιάσουν δουλειά. Οι άθλιες αυτές συνθήκες εργασίας οδήγησαν στη μεγάλη απεργία και εξέγερση του 1916 – πρώτη μεγάλη απεργία στην Ελλάδα, μέσα στον 20ο αιώνα: το αποτέλεσμα ήταν τέσσερις απεργοί νεκροί και ένας χωροφύλακας – μια γυναίκα τον σκότωσε, χτυπώντας τον στο κεφάλι με μια πέτρα …
Η διανόηση και οι συλλογικότητες
Όπως παντού στον κόσμο, και στην Ελλάδα, η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης έρχεται «απ` έξω». Φωτισμένοι διανοούμενοι, με γνώση και επαφή των φιλοσοφικών ρευμάτων και των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη, οραματίζονται ένα καλύτερο κόσμο και, κάποτε, προσπαθούν να υλοποιήσουν το όραμά τους. Ελάχιστοι ανάμεσά τους έχουν σχέση με τον επιστημονικό σοσιαλισμό και το Μαρξ: οραματίζονται έναν ουτοπικό, ρομαντικό σοσιαλισμό, ο οποίος δεν βασίζεται στην κατοχή των μέσων παραγωγής αλλά στη δίκαιη διανομή του πλούτου. Ανάμεσά τους βρίσκονται ονόματα όπως εκείνα του Σταύρου Καλλέργη, του Πλάτωνα Δρακούλη, του Νικόλαου Γιαννού (που πρώτος εξέδωσε το «Ριζοσπάστη»). Ακόμα κι έτσι όμως, συναντούν την απροκάλυπτη εχθρότητα της άρχουσας τάξης και των μηχανισμών της, αλλά και τη δυσπιστία των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων στα οποία απευθύνονται.
Ο κερκυραίος άρχοντας Ντίνος Θεοτόκης, παρά τις μεταγενέστερες παλινωδίες του, και ο λόγιος αγρινιώτης αστός Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, σπουδαίοι λογοτέχνες και οι δυο, ξεχωρίζουν. Έχοντας σπουδάσει στη Γερμανία, ήρθαν και οι δυο και επαφή με το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς: «χάσαμε τη νιότη μας με τις νιτσεϊκές μας παλαβομάρες», θα γράψει ο Θεοτόκης στη φίλη του, Ειρήνη Δενδρινού, όταν έχει πια αφήσει πίσω του τον κοσμοπολίτη μπον βιβέρ που υπήρξε στα νιάτα του και έχει αγκαλιάσει τον τόπο του, τη ντοπιολαλιά του, το λαό του – και το σοσιαλιστικό ιδεώδες. Αναφέρθηκα παραπάνω στην πολιτική του δράση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η συμμετοχή του, ως εκπρόσωπος της Κέρκυρας, στο προπαρασκευαστικό συνέδριο του 1915, με το οποίο προετοιμάστηκε το συνέδριο του 1918. Ο Χατζόπουλος, από την άλλη, είναι ο πρώτος που μεταφράζει στα ελληνικά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Με αυτούς τους δυο, η ελληνική σοσιαλιστική σκέψη, περνά σε ανώτερο επίπεδο, ξεπερνά την ουτοπία και γνωρίζει καλύτερα το μαρξισμό.
Από μια άλλη πλευρά, τα εργατικά σωματεία, που πληθαίνουν στις αρχές του 20ου αιώνα (και, ιδιαίτερα, μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας) παραμένουν περισσότερο συντεχνιακά σωματεία αλληλοβοήθειας, περισσότερο πρόθυμα να βοηθήσουν στο να απαλύνουν τις άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και λιγότερο έτοιμα να αναπτύξουν κινηματική δράση και διεκδικήσεις. Η «Μεγάλη Ιδέα» είναι πανταχού παρούσα και πνίγει τα πάντα σε ένα ποτάμι αλυτρωτικών ιδεωδών και βλέψεων.
«Λαός Ισραήλ»
Δανείζομαι τον τίτλο από ένα κεφάλαιο του «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο εβραϊκός κόσμος, που ζει σκόρπιος σε ολόκληρη την Ευρώπη, πριν από το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι ένας κόσμος βαθειά διχασμένος: υπάρχει το ισχυρό εβραϊκό κεφάλαιο, οι πλούσιοι, που καταπιέζουν και τους ίδιους τους φτωχούς εβραίους, αφού, με το πρόσχημα της τήρησης των παραδόσεων και της θρησκείας, τους κρατούν ομήρους των συμφερόντων τους∙ υπάρχει όμως και ο κόσμος της δουλειάς, το προλεταριάτο, κάποτε πολύ μαζικό και ιδιαίτερα μαχητικό.
Το 1912, με τους Βαλκανικούς πολέμους, η Θεσσαλονίκη ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος. Πρόκειται για μια πόλη με πολυεθνικό χαρακτήρα και κυρίαρχο πληθυσμιακά στοιχείο το εβραϊκό. Επίσης, όντας το πρώτο λιμάνι και η μεγαλύτερη πόλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επί ευρωπαϊκού εδάφους, έχει εξαιρετικά αναπτυγμένη, για τα βαλκανικά δεδομένα, βιομηχανία. Ανάμεσα στις άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες, ξεχωρίζει η βιομηχανία κατεργασίας καπνού, καθώς στην πόλη συρρέουν τα καπνά από τις γύρω καπνοπαραγωγικές περιοχές της Μακεδονίας. Στα καπνομάγαζα, κυρίως, συγκροτείται το προλεταριάτο της Θεσσαλονίκης, αποτελούμενο κατά το πλείστον από εβραίους. Από εβραίους αποτελείται και η πολύ σημαντική συνδικαλιστική οργάνωση «Φεντερασιόν»[6], ένα υβρίδιο κόμματος και εργατικού συνδικάτου, με επικεφαλής τον ισραηλίτη δάσκαλο από τη Βουλγαρία και ικανό συνδικαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια.
Η «Φεντερασιόν» θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενοποίηση των σοσιαλιστικών οργανώσεων. Ήδη από το 1914 είχε λάβει από τη Β` Διεθνή την εντολή να προχωρήσει στο συντονισμό όλων των σοσιαλιστικών και εργατικών συλλογικοτήτων. Κατά τη διάρκεια του Α` παγκοσμίου πολέμου, οι σοσιαλιστικές συλλογικότητες της Ελλάας (κάτι που, εξ άλλου, συνέβη με τα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα όλου του κόσμου) συγκρούστηκαν μεταξύ τους, με διακύβευμα το αν έπρεπε η Ελλάδα να συμμετάσχει ή όχι στον πόλεμο. Επιφανείς, μέχρι τότε, μορφές, όπως ο Γιαννιός ή ο Δρακούλης, πρέσβευαν ότι η χώρα έπρεπε να πολεμήσει στο πλευρό της Αντάντ, ώστε να επιτύχει την ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεών της. Η «Μεγάλη Ιδέα» είχε επηρεάσει βαθειά ακόμη και όσους θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόστολους της νέας κοινωνίας …
Η «Φεντερασιόν» έμεινε έξω από αυτή τη διαμάχη, ακολουθώντας μια συνεπή πολιτική κατά του πολέμου. Πρέπει όμως να τονίσω ότι αυτή η αντιπολεμική της στάση δεν οφειλόταν στη «μπολσεβικοποίηση» της οργάνωσης, στην πίστη στη θέση του Λένιν για άμεση κατάπαυση του πυρός και μετατροπή του πολέμου σε διεθνή εμφύλιο: οφειλόταν στη – φυσιολογική, δεδομένης της εθνολογικής της σύνθεσης – αδιαφορία για τις εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της Ελλάδας. Εξ άλλου, μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ και τη μετατροπή του σε ΚΚΕ, ο Αβραάμ Μπεναρόγια περνά σε πολύ πιο συντηρητικές θέσεις που θα οδηγήσουν και στη διαγραφή του από το Κόμμα.
«Τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής»
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος ιδρύεται στις 18 Νοεμβρίου του 1914. Ο συντονισμός και, εν τέλει, η ενοποίηση των σοσιαλιστικών και εργατικών συλλογικοτήτων, ώστε να αποκτήσει η Ελλάδα κόμμα της εργατικής τάξης, επιταχύνθηκε για λόγους και εσωτερικούς και εξωτερικούς: από τη μια, ο ελληνικός λαός που, ασμένως αντιμετώπισε στην αρχή τις νίκες των Βαλκανικών πολέμων, ήταν ήδη κουρασμένος από την πολύχρονη πολεμική εμπλοκή, ενώ το επίπεδο της ζωής του είχε επιδεινωθεί. Η διαπάλη ανάμεσα στις μερίδες της άρχουσας τάξης ( η μία, συσπειρωμένη γύρω από το θρόνο, δεμένη με προκαπιταλιστικά σχήματα στην οικονομία και την πολιτική – η άλλη, γύρω από το Βενιζέλο, «εκσυγχρονιστική» σε σχέση με τα συμφέροντα της αστικής τάξης) που εξελίχθηκε στο λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό», κατέδειξε την εγγενή αδυναμία των κομμάτων της να ανταποκριθούν στις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Από την άλλη πλευρά, το ξέσπασμα της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης αφύπνισε συνειδήσεις σε όλο τον κόσμο, δρομολόγησε επαναστατικές διαδικασίες, συντέλεσε στην ίδρυση εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων.
Στο ΣΕΚΕ ξέσπασε εξ αρχής έντονη διαπάλη ανάμεσα στις διάφορες τάσεις που, σχηματικά, μπορούμε να αποκαλέσουμε «δεξιά», «μετριοπαθή» και «αριστερή». Η ιστορία απέδειξε ότι το νεαρό κόμμα είχε ωστόσο την ωριμότητα, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, να εδραιώσει τον κομμουνιστικό/ μαρξιστικό – λενινιστικό χαρακτήρα του. Ήδη το 1919 εντάσσεται στην Γ` Διεθνή, ενώ από το 1924 μετονομάζεται σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ).
Το ΚΚΕ, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, και σε πείσμα της σημερινής του καθοδήγησης, υπήρξε επαναστατικό κόμμα, με στρατηγικό στόχο το σοσιαλισμό. Μπορεί να είχε παλινωδίες, ταλαντεύσεις, ήττες, αλλά παρέμενε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ο διερμηνευτής των διεκδικήσεων, των πόθων και των προσδοκιών της εργατικής τάξης, όλων των λαϊκών στρωμάτων. Απέδειξε το βαθύ δέσιμό του με τον ελληνικό λαό και τον πατριωτισμό του στις κάθε φορά συνθήκες με τον τρόπο που κάθε φορά όφειλε να το πράξει: με την αντίθεσή του – αν και κόμμα ακόμη νεογέννητο – στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία, αλλά και με το να πρωτοστατήσει στην Αντίσταση ενάντια στο φασίστα καταχτητή. Αγάπησε την Ελλάδα «με την καρδιά του και με το αίμα του». Έδωσε αξεπέραστα δείγματα ηρωισμού και θυσίας; Όπου υπήρξε κατάκτηση του ελληνικού λαού, στο πεδίο της οικονομικής πάλης, των δικαιωμάτων, του αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα, αυτή έχει ποτιστεί με το αίμα των κομμουνιστών. Κέρδισε το σεβασμό – κάποτε το φόβο – και των εχθρών του. Συντέλεσε τα μέγιστα στη χειραφέτηση της ελληνίδας. Υπήρξε ο οδηγητής, ο συμπαραστάτης αλλά και ο εκδικητής, όταν χρειάστηκε, για το λαό.
«Να φέγγει χρόνους εκατό»
Αυτό το Κόμμα σήμερα χειμάζεται. Η σημερινή καθοδήγηση, χρησιμοποιώντας ένα κράμα αριστερίστικών – τροτσκιστικών ιδεολογημάτων και πολιτικής πρακτικής μακριά από το σύνολο των κομμουνιστικών αρχών, το έχει απομακρύνει από το λενινιστικό του χαρακτήρα και έχει καταφέρει να διαρρήξει, σε μεγάλο βαθμό, τη σχέση του με τον ελληνικό λαό. Έχουμε άραγε σήμερα το δικαίωμα όσοι αισθανόμαστε κομμουνιστές να αφήσουμε να γίνει αυτή η εποποιία νεκρό παρελθόν; Έχουμε το δικαίωμα να αδιαφορήσουμε μπροστά στον κατήφορο της σημερινής καθοδήγησης που γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της την ιστορία και την εμπειρία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, που το αντιμετωπίζει σαν τσιφλίκι της, που εμφανίζεται ως τιμητής, εκ του ασφαλούς ωστόσο, όλης του της ιστορίας; Μπορούμε να αδιαφορούμε όταν εμφανίζονται στο επίσημο ιδεολογικό όργανο της ΚΕ, την ΚΟΜΕΠ, άρθρα με τίτλο όπως ο παρακάτω: «Η αποκατάσταση των επαναστατικών χαρακτηριστικών του ΚΚΕ»; Δεν είναι αυτό ασέλγεια στη μνήμη των νεκρών μας; Δεν είναι ύβρις σ` αυτό που υπήρξε η εαμική εθνική αντίσταση, ο αγώνας του ΔΣΕ, οι μεταπολεμικοί αγώνες για το ψωμί και τη λευτεριά του λαού;
Το ΚΚΕ έχει αποδείξει την ικανότητά του να αντιστέκεται και να αντιμετωπίζει κάθε είδους εχθρό: μαζί με τις εξορίες, τις φυλακές, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις και το «μανιαδακισμό» σε οποιαδήποτε μορφή του. Δεν μπορούμε, δε θέλουμε να πιστέψουμε ότι μετά από 96 χρόνια βιωμένης ιστορικής εμπειρίας έχασε αυτή την ιστορικά κατακτημένη ικανότητά του. Μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω μερικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου, πολύ πικρούς και πολύ ταιριαστούς για τη σημερινή κατάσταση του Κόμματος:
«Είδα τα ίδια μου παιδιά
Να δίνουν σ` άλλους τα κλειδιά
Και με χιλιάδες ψέμματα
Με προδοσίες κι αίματα
Να μου σπαράζουν την καρδιά.
Γι` αυτό μια νύχτα σκοτεινή
Θ` ανέβω στην Καισαριανή
Με κουρασμένα βήματα
Να κλάψω για τα θύματα
Στ` αραχνιασμένα μνήματα.
Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό
Αντίκρυ στο Λυκαβηττό
Μικρό κεράκι θα κρατώ
Να φέγγει χρόνους εκατό».
Ας μου συμπαθήσουν οι αναγνώστες τον προσωπικό – και, ενδεχομένως, ελεγειακό τόνο. Αλλά είναι τόσο περίπλοκα και δύσκολα τα πράγματα για το ιστορικό κόμμα της εργατικής τάξης που μπορώ να κλείσω αυτό το κείμενο μόνο με τη διατύπωση μιας ευχής, μιας προσδοκίας, ωσάν να πρόκειται για μαθητική έκθεση. Στο ΚΚΕ δεν ταιριάζουν μνημόσυνα. Το κεράκι των 100 του χρόνων, αναμμένο στη μνήμη των ηρώων της Καισαριανής, του Λαζαρέτου, όλων των ηρώων της εργατικής τάξης της πατρίδας μας, θα πρέπει να φωτίζει ξανά το δρόμο για το σοσιαλισμό: όχι μέσα από «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», αλλά μέσα από το πραγματικό δέσιμο του λαού μας με το Κόμμα του που τα τελευταία χρόνια, ένας «κρυφός εχθρός» προσπαθεί να το κάνει να χάσει την ιστορικά κατακτημένη φυσιογνωμία του.
.
[1] Ονομάζονταν έτσι τα κτήματα που περιήλθαν στο ελληνικό κράτος μετά την αποχώρηση των Οθωμανών. Τα κτήματα αυτά, αντί να διανεμηθούν στους αγρότες, υποθηκεύτηκαν, ώστε οι επαναστατικές κυβερνήσεις να συνάψουν δάνεια από τη Μεγάλη Βρετανία.
[2] Και ο οποίος, σε μια πρόδρομη της εποχής μας σκέψη, θέτει ζήτημα διανομής του κοινωνικού πλούτου, χωρίς βέβαια να μπορεί να ξεπεράσει τη δική του εποχή και να διατυπώσει το αίτημα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
[3] Κ. Θεοτόκης: «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους».
[4] Ο απόγονός του, κομμουνιστής συνδικαλιστής στο χώρο των επαγγελματοβιοτεχνών, Σταύρος Κωνσταντάς, «έφυγε» το καλοκαίρι που μας πέρασε, αφήνοντας, μεταξύ άλλων, παρακαταθήκη, την ιστορία μιας οικογένειας που ολοκλήρωσε το δρόμο από τον ξωμάχο στον εργαζόμενο της πόλης.
[5] Αν και δεν δέχομαι τον όρο «ελίτ», εδώ αναγκαστικά θα τον χρησιμοποιήσω, διότι το κοινωνικό στρώμα που περιγράφω έχει απωλέσει, το 19ο αιώνα, τα χαρακτηριστικά της τάξης, με την αυστηρή, λενινιστική έννοια του όρου. Πρόκειται για το «αρχοντολόϊ», κυρίως της Κέρκυρας, ένα στρώμα – κατάλοιπο των προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, παρασιτικό, που έτρωγε από τα έτοιμα – στην ουσία έτρωγε τις σάρκες του, ξεπουλώντας την κληρονομημένη έγγεια περιουσία του. Μολαταύτα, διατηρούσε την κοινωνική του αίγλη και έβλεπε με οργή να παραμερίζεται από τους νεόκοπους πλούσιους, τους αστούς. Εμβληματικές είναι και πάλι οι μορφές που έχει πλάσει ο Ντίνος Θεοτόκης: ο τεμπέλης και προικοθήρας Ανδρέας από την «Τιμή και το χρήμα» που θεωρεί έκπτωση από τις αξίες της τάξης του τη μισθωτή εργασία (ενώ δεν ισχυρίζεται το ίδιο για το λαθρεμπόριο) ή ο ξεπεσμένος άρχοντας Οφιομάχος και οι γιοι του, στους «Σκλάβους στα δεσμά τους».
[6] «Φεντερασιόν» σημαίνει ομοσπονδία. Η λέξη είναι σεφαρδίτικη: ανήκει δηλαδή στο ιδίωμα των εβραίων της Θεσσαλονίκης (Σεφαρντίμ) που αποτελεί διάλεκτο των ισπανικών. Οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης έχουν τη ρίζα τους στην Ισπανία, από όπου τους έδιωξαν στο τέλος του 15ου αιώνα οι βασιλείς Φερδινάνδος και Ισαβέλλα επειδή υποστήριξαν … τους Άραβες! Η ιστορία παίζει παιχνίδια …
ΠΗΓΗ: ergatikosagwnas.gr
Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Των ΔΕΣΠ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ & ΑΝ. ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ*
Μετά την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, την ακύρωση του οκτάωρου (προς την υπερεργασία και την μερική απασχόληση), την ριζική μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης, την ταπείνωση του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ, έρχεται να πάρει σειρά στη σημερινή συγκυρία μια θεμελιακού χαρακτήρα μετάλλαξη του Εργατικού Δικαίου, που αφορά πλέον την ίδια την καρδιά, τον πυρήνα των συλλογικών εργατικών ρυθμίσεων, δηλαδή την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων του συνεταιρίζεσθαι και της απεργίας. Πρόκειται για την πιο ακραία εκδοχή της μνημονιακής πολιτικής που επιχειρείται στην τελευταία τετραετία, με την υπαγόρευση των ευρωπαϊκών διευθυντικών κέντρων, του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, της ελληνικής αστικής τάξης και του κυβερνητικού πολιτικού της προσωπικού.
Το εγχείρημα του να καταστεί η κήρυξη απεργίας δυσχερέστατη αν όχι αδύνατη, καθώς και η επαναφορά του εργοδοτικού δικαιώματος κήρυξης λοκ άουτ κατεδαφίζουν τα ίδια τα θεμέλια υπόστασης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, της πλέον άμεσης και ταξικής μορφής κοινωνικής έκφρασης των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας. Κι' ακόμη περισσότερο αρχίζει να γίνεται λόγος από τις δυνάμεις της αστικής κυριαρχίας για την κατάργηση των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων μορφών συνδικαλιστικής οργάνωσης, με την προαγωγή μιας μορφής εργατικής εκπροσώπησης μόνον στο επίπεδο της τριτοβάθμιας συνομοσπονδιακής συγκρότησης.
Όπως και όλες οι άλλες θεμελιώδεις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, οι μνημονιακές αυτές νομικές ρυθμίσεις, έρχονται να αποκρυσταλλώσουν θεσμικά μια ήδη υπαρκτή πραγματικότητα μέσα στα πλαίσια του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων. Η παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες πολιτικές των μνημονίων επέφεραν ήδη στην τελευταία εξαετία έναν απροσμέτρητο κοινωνικό όλεθρο : Αλματώδης αύξηση της ανεργίας από το 8% στο 27%, μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργατικών νοικοκυριών (μισθών και συντάξεων) κατά 40%, αύξησης των λαϊκών φορολογικών επιβαρύνσεων κλπ. Αυτή η κοινωνική κατάσταση του δυσμενέστατου ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, σε συνάρτηση με άλλους παράγοντες, έχουν οδηγήσει σε μια ντε φάκτο παραφθορά των μορφών συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, που χωρίς να τις καταργούν, τις έχουν καταστήσει ανενεργές, τις έχουν φέρει σε κατάσταση παράλυσης.
Το ίδιο συνέβη με τις συλλογικές συμβάσεις ή με τον ημερήσιο χρόνο απασχόλησης, όπου εξ αιτίας αυτών των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής, οδηγούνταν στην κατάργηση της εφαρμογής τους μέσα στην ίδια την παραγωγική εργασιακή πραγματικότητα. Κατά συνέπεια η νομική αποκρυστάλλωση του διαμορφωμένου συσχετισμού των δυνάμεων ήταν το φυσικό επακόλουθο που αξιοποιούν οι αστικές δυνάμεις, καταργώντας θεσμικά την ισχύ των συλλογικών ρυθμίσεων και σήμερα της συνδικαλιστικής νομοθεσίας. Το ίδιο από την αντίστροφη πλευρά είχε συμβεί στην πρώτη μεταπολιτευτική οκταετία, όπου η ντε φάκτο ανάπτυξη και αγωνιστική κινητοποίηση των εργοστασιακών σωματείων, παρά τις περιοριστικές διατάξεις του νόμου 330/1976, διαμόρφωσε έναν καινούριο συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, γεγονός που «αιχμαλώτισε» την κυβέρνηση της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ οδηγώντας την στην ψήφιση του δημοκρατικού συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982.
Από πολιτική άποψη είναι εμφανές ότι επιδίωξη των κυβερνητικών δυνάμεων του ακραίου νεοφιλελευθερισμού είναι η δομική αποσύνθεση των μορφών πρωτογενούς συσπείρωσης και εκπροσώπησης της εργατικής τάξης. Άλλωστε, η σταδιακή μεταστροφή των εργαζομένων προς τα αριστερά που καταγράφεται από τον Ιούνιο 2012 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχει διαμορφώσει νέους συσχετισμούς στο θεσμικό πλαίσιο του εργατικού κινήματος, ιδιαίτερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (όπου η άσκηση των συνδικαλιστικών ελευθεριών είναι ευχερέστερη), αλλά και σε έναν ορισμένο βαθμό στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (όπου η άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων συνήθως οδηγεί στην στέρηση της εργασίας), οδηγούν πλέον στην διαμόρφωση αγωνιστικών πλειοψηφιών (ΜΕΤΑ, ΕΜΕΙΣ, ΠΑΜΕ), που παραγκωνίζουν πλέον τις γραφειοκρατικές κυβερνητικές συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ).
Οι «μέρες της αφθονίας» του εργοδοτικού συνδικαλισμού είναι σαφέστατα μετρημένες, πολύ περισσότερο που με την δυνητική ανάδειξη μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στο προσκήνιο, και την εργατική ανάταξη που θα επιφέρει, το καρκίνωμα του εργοδοτικού συνδικαλισμού θα εξαφανιστεί ολοσχερώς.
Προκειμένου ακριβώς να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη, δηλαδή η κατάκτηση της πλειοψηφίας στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, δρομολογείται το κυβερνητικό εγχείρημα αποδιάρθρωσης της συνδικαλιστικής νομοθεσίας, επιφέροντας την ολοσχερή παράλυση της λειτουργίας του εργατικού κινήματος. Πρόκειται μ' άλλες λέξεις για μια ωμή και απροσχημάτιστη νομική παρέμβαση των δυνάμεων του επιχειρηματικού κεφαλαίου και της τρόικα για την αποτροπή αυτής της επικείμενης και ήδη πραγματοποιούμενης αλλαγής των συσχετισμών στο θεσμικό συνδικαλιστικό κίνημα. Αλλά και από την άλλη πλευρά οι αστικές επιδιώξεις πηγαίνουν ακόμη πιο μακριά από τις ρυθμίσεις για την απεργία και το λοκ άουτ, δηλαδή στοχεύουν στρατηγικά στη θεσμική αποδόμηση του πυρήνα της εργατικής συνδικαλιστικής νομοθεσίας, δηλαδή της κατάργησης της λειτουργίας πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών ενώσεων των εργαζομένων.
Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα μετά τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού του που κράτησαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, διακρίνονταν μεταξύ των άλλων από δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά :
Από τη μια πλευρά από την ενιαία δομή του, στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα (ένα σωματείο στην επιχείρηση και στον παραγωγικό κλάδο, μία Ομοσπονδία και Εργατικό Κέντρο τοπικά, μία τριτοβάθμια οργάνωση της ΓΣΕΕ), σε διαφοροποίηση από την ιστορική δομή του εργατικού κινήματος στις μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία κλπ.) : Και στις δύο περιπτώσεις ιστορικοί πολιτικοί λόγοι επέβαλαν αυτές τις διαφοροποιημένες δομές του εργατικού συνδικαλισμού στην ελληνική και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Από την άλλη πλευρά από την πρωτοπόρα μορφή οργάνωσης του επιχειρησιακού συνδικαλισμού, που είχε εκ των πραγμάτων πολύ πιο ισχυρό ρόλο να διαδραματίσει, σε σχέση με τα κλαδικά σωματεία, στο βαθμό που αντιπροσώπευε μια συγκεκριμένη μορφή εργατικής «αντί-εξουσίας» στον ίδιο το χώρο παραγωγής, απέναντι στο διευθυντικό δικαίωμα του κεφαλαίου.
Μ' αυτά τα οργανωτικά δεδομένα, και με την πλειονότητα της εργατικής τάξης να είναι προσανατολισμένη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες προς την ελληνική σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ), το σύνολο της οργανωτικής αυτής δομής σ' όλα σχεδόν τα επίπεδα, κυριαρχούνταν από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του «εργατικού μεταρρυθμισμού» (ΠΑΣΚΕ). Εντούτοις η σταδιακή μετάλλαξη της σιοσιαλδημοκρατίας στον μονεταρισμό, στον νεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και τελικά στον απροσχημάτιστο νεοφιλελευθερισμό στην τελευταία πενταετία, επέφερε τον εκφυλισμό των σοσιαλδημοκρατικών συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων και την μετατόπισή τους στο πεδίο του εργοδοτικού συνδικαλισμού της συναίνεσης και του «κοινωνικού εταιρισμού».
Η ιστορική πλέον καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ (από το 44% του 2009 στο σημερινό δημοσκοπικό 4%), οδήγησε τον λαϊκό κόσμο της κοινωνικής του βάσης προς τις αριστερές ριζοσπαστικές πολιτικές επιλογές, ενώ η παρατεταμένη άσκηση της μνημονιακής πολιτικής επέφερε την αλλαγή του συσχετισμού των συνδικαλιστικών δυνάμεων.
Έτσι, όπως ήδη μνημονεύτηκε, η ορατή προοπτική κατάκτησης της πλειοψηφίας από τις αγωνιστικές εργατικές δυνάμεις στα θεσμικά όργανα του εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές επιπτώσεις μιας κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ, οδηγεί τις αστικές δυνάμεις ακριβώς σήμερα στο να προωθήσουν την πλήρη οργανωτική αποδόμηση του εργατικού συνδικαλισμού, που φτάνει μέχρι την κατάργηση των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών ενώσεων. Έτσι τείνει να επιχειρηθεί η μηχανιστική μεταφορά του ευρωπαϊκού μοντέλου συνδικαλιστικής δόμησης (διαφορετικές συνομοσπονδίες), το οποίο λειτουργεί γόνιμα στις δυτικό-ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά θα λειτουργήσει διαλυτικά για τη συνδικαλιστική οργάνωση στην ελληνική πραγματικότητα, που είναι δομημένη διαφορετικά για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους.
Στην γαλλική π.χ. περίπτωση λειτουργούν κεντρικά πολλές εργατικές συνομοσπονδίες (CGT, CFDT, FO, SUD, SOLIDAIRES κλπ.), οι οποίες και διαθέτουν συνδικαλιστικά τμήματα (sections syndicales) σε όλες τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις της οικονομίας. Η κινηματική και απεργιακή δράση των εργαζομένων αποφασίζεται κεντρικά, σε συνεννόηση με τα επιμέρους συνδικαλιστικά τμήματα, που είναι ουσιαστικά παραταξιακά παραρτήματα εντός των χώρων παραγωγής, όχι όμως αυτοτελή επιχειρησιακά σωματεία.
Η αποτελεσματικότητα αυτής της παρέμβασης διασφαλίζεται με την ενωτική δράση που συνήθως αποφασίζεται (Intersyndicale), έτσι ώστε οι συνδικαλιστικοί αγώνες που πραγματοποιούνται, τοπικοί, επιχειρησιακοί ή γενικοί, να έχουν ως επί το πλείστον την υπογραφή των περισσοτέρων συνομοσπονδιών. Μάλιστα η ελεύθερη συνδικαλιστική δράση εντός των επιχειρήσεων (με τη μορφή ωστόσο των συνδικαλιστικών επιτροπών των παραταξιακών συνομοσπονδιών και όχι ενιαίων σωματείων του συνόλου των εργαζομένων), κατακτήθηκε χάρις στη νεολαιίστικη και εργατική εξέγερση του Μάη – Ιούνη 1968 και αποτυπώθηκε στις περίφημες Συμφωνίες της Grenelle του Δεκεμβρίου 1968. Έτσι, αυτό το πρότυπο λειτουργεί αποτελεσματικά στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όντας προϊόν ιστορικών διεργασιών από τις αρχές του 20ου αιώνα, με συνδικαλιστική ελευθερία εντός των επιχειρήσεων (των συνδικαλιστικών τμημάτων και όχι ενιαίων συνδικάτων), και με την κουλτούρα της κοινής αγωνιστικής δράσης των γενικών συνομοσπονδιών.
Κατά συνέπεια η ενδεχόμενη απόπειρα κατάργησης των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων οργανώσεων στην ελληνική περίπτωση, και άρα η εκ του πονηρού μεταφορά του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού προτύπου (γόνιμου για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες), με τη λειτουργία εργατικών συνομοσπονδιών, αναιρεί τους βασικούς πυλώνες του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος: Εξαφάνιση των επιχειρησιακών σωματείων από τους χώρους κοινωνικής παραγωγής και της ενιαίας δομής των θεσμών του εργατικού κινήματος. Μια τέτοια στρατηγική εξέλιξη αντιπροσωπεύει για την ελληνική εργατική πραγματικότητα μια ουσιαστική διάλυση των εργατικών εκπροσωπήσεων και συλλογικοτήτων, με ολέθριες συνέπειες στην ίδια την ταξική διαπάλη στην κρίσιμη περίοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και των παρατεταμένων μνημονιακών πολιτικών.
* Η Δέσποινα Χαραλαμπίδου είναι βουλευτής Α' Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ και ο Ανέστης Ταρπάγκος μέλος της Γραμματείας του ΜΕΤΑ Θεσσαλονίκης.
ΠΗΓΗ: iskra.gr
Εδώ Πολυτεχνείο!
Τι είναι το Πολυτεχνείο; Σίγουρα δεν είναι για όλους το ίδιο...
Από τη μια μεριά υπάρχουν αυτοί που εμφανίζονται να το «τιμούν». Που το αξιοποίησαν σαν ένα πολύ καλό «διαβατήριο», το οποίο, αν και ληγμένο, το επιδεικνύουν χρόνια τώρα για να ανανεώνουν τη σκοροφαγωμένη καρτέλα με τα αγωνιστικά τους «ένσημα». Θεωρούν ότι έτσι αντιπαρέρχονται το παρόν τους, προτάσσοντας το παρελθόν τους αφού πρώτα το «έφτυσαν»...
Είναι οι ίδιοι που κατά καιρούς πρωτοστάτησαν στη φιλολογία περί «απομυθοποίησης» του Πολυτεχνείου. Που επιχείρησαν να εξαγνίσουν το δικό τους «βόλεμα» με τις θεωρίες για «τη γενιά που κουράστηκε», με τα κηρύγματα για το «πάλιωμα» των συνθημάτων του Πολυτεχνείου.
Είναι αυτοί που, αφού εξαργύρωσαν τη νιότη τους στα διάφορα πόστα του κράτους, τώρα ατενίζουν το τανκ που έριξε την πύλη, στρογγυλοκαθισμένοι στις καρέκλες των ...«θινκ τανκς» της εξουσίας. Μιας εξουσίας, που το πρώτο «φιλολαϊκό» της προσωπείο το έβαλε ο Γκιζίκης, και που εδώ και τέσσερεις δεκαετίες, το υπηρετούν οι ίδιοι, αλλάζοντας τις μάσκες...
Αφίσα από το δυσεύρετο λεύκωμα του εικαστικού Γιώργου Φαρσακίδη για τον Νοέμβρη του ‘73
Σ' αυτή την ίδια πλευρά ανήκουν και εκείνοι που, αφού δεν καταφέρνουν να αποσιωπήσουν το Πολυτεχνείο, το συκοφαντούν και το διαστρεβλώνουν. Το θέλουν «αλλιώτικο» απ' ό,τι ήταν. «Συρρικνωμένο», «άχρωμο» και «άοσμο». Ένα Πολυτεχνείο άλλοτε «εκσυγχρονισμένο», άλλοτε «επανιδρυμένο» και εσχάτως «μνημονιοποιημένο» (!), απαλλαγμένο, φυσικά, από τα βασικά του συνθήματα, τους στόχους του, την αναφορά στα αίτια που το γέννησαν.
Θέλουν ένα Πολυτεχνείο στην προκρούστεια κλίνη των δικών τους συμβιβασμών. Υποταγμένο στα δικά τους μέτρα. Μια «μουσειακή εκδήλωση». Μια τυπική γιορτή επειδή «μερικά καλά παιδιά - οι φοιτητές - αγωνίστηκαν για την ελευθερία, και οι κακοί - οι στρατιωτικοί - τα σκότωσαν στο Πολυτεχνείο». Πέραν τούτου ουδέν. Ούτε ΝΑΤΟ, ούτε ΗΠΑ, ούτε αμερικανοκίνητη δικτατορία, τίποτα...
Εδώ, στην όχθη των καπήλων και των καταχραστών θα βρείτε και τους υβριστές. Εκείνους που το πέρασμά τους από το Πολυτεχνείο το έκαναν καριέρα! Που είδαν στις κρατικές και υπουργικές Μερσεντές - που απέκτησαν προϊόντος του χρόνου - «το Πολυτεχνείο τώρα (να) δικαιώνεται»!!! Και που για να περισώσουν τη δική τους ξεφτίλα, πάσχισαν για δεκαετίες να ξεφτίσουν το Πολυτεχνείο, επιστρατεύοντας «αναρχικούς», «κλέφτες και αστυνόμους», «αγανακτισμένους πολίτες», κουκουλοφόρους, χαφιέδες, προβοκάτορες και στήνοντας για φόντο του Πολυτεχνείου μια κατασκευασμένη εικόνα «επεισοδίων», αστυνομοκρατίας και δακρυγόνων.
Μεταξύ των οδηγών των ερπυστριοφόρων που ποδοπατούν τη μνήμη του Πολυτεχνείου δεν θα μπορούσε, φυσικά, να λείπει η μαυρίλα του χρυσαυγιτισμού. Αυτά τα θρασίμια του «δεν υπήρξε νεκρός στο Πολυτεχνείο»!
Από την άλλη πλευρά είναι όσοι δεν εννοούν να «σοφαντίσουν» τη μνήμη τους και να σβήσουν εκείνο το «Έξω οι ΗΠΑ - Έξω το ΝΑΤΟ» της πύλης κάτω από τις ερπύστριες. Που δε συμμορφώθηκαν ούτε με τα «ανήκομεν εις την Δύσιν», ούτε με τα «ευχαριστούμε τις ΗΠΑ». Που το ιδεολογικό πρόσημο που απορρέει από το «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία - Εθνική Ανεξαρτησία» δεν το απαρνήθηκαν για κανένα πόστο. Δεν το μαγάρισαν αναζητώντας θώκους. Δεν το στέγνωσαν στον ιδεολογικό «αποχυμωτή». Δεν το μετέτρεψαν σε ενέχυρο των παρακλήσεών τους για τη θεσούλα μιας προεδρίας κάποιου κρατικού οργανισμού ή μιας καρέκλας στα Επιτροπάτα του «ανήκομεν εις την τρόικαν»...
Το Πολυτεχνείο και η 17η του Νοέμβρη, για τους περισσότερους, για τις γενιές τις παλιότερες αλλά και τις γενιές που δεν έζησαν το «γύψο», είναι το ορόσημο. Εκείνο το βράδυ, εκείνες τις τρεις μέρες, εκείνες τις στιγμές, ο πρωτοκαπετάνιος Άρης κι ο Κολοκοτρώνης μαζί, ο ΕΛΑΣίτης και ο μαχητής της ΕΠΟΝ, η Ηλέκτρα με τη Λέλα Καραγιάννη και το κορίτσι της πύλης χέρι - χέρι με τον κλέφτη, τον αρματολό και της γυναίκες της Πίνδου, παρέδωσαν τη σκυτάλη των ανεκπλήρωτων ονείρων, των αδικαίωτων οραμάτων, των αιματοβαμμένων αγώνων σε κείνους που θα συνεχίζουν να κρατάνε τις σημαίες ψηλά.
Το Πολυτεχνείο είναι η ελπίδα και ο όρκος, ο πόθος και η υπόσχεση: Σ' αυτόν τον τόπο, κόντρα στα εμπόδια, ενάντια στους «ΔουΝουΤοτσολιάδες» του ιμπεριαλισμού, κόντρα στους ντόπιους και ξένους «συνταγματάρχες» των «hedgefunds», παρά τα «τάγματα εφόδου» της «νέας τάξης», όσες υποκλίσεις κι αν κάνουν όλοι όσοι φέρονται ή δηλώνουν ότι «είναι Αμερικανοί» ή ότι «είναι Γερμανοί» και πάντα… «φιλέλληνες», ό,τι κι αν κάνουν οι υποτακτικοί του «ευλογημένου μνημονίου», τελικά, σ' αυτόν τον τόπο «θα κάνει ξαστεριά»!
Το Πολυτεχνείο, αδικαίωτο και ζωντανό, σε πείσμα όσων πέρασαν από το «εδώ Πολυτεχνείο» στο ...«εδώ Πεντάγωνο» - «εδώ τρόικα» - «εδώ Μνημόνιο», μια μόνιμη Ερινύα για όσους πέρασαν από την όχθη των «ελεύθερων πολιορκημένων Ελλήνων» στην αντίπερα όχθη, των πολιορκητών και των «ελεύθερων σκοπευτών», θα συνεχίζει να ενσαρκώνει τις μνήμες του μέλλοντός μας.
Για μια Ελλάδα με ψωμί για το λαό της, με μόρφωση για τα παιδιά της, με εθνική ανεξαρτησία και λευτεριά.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ:
https://www.youtube.com/watch?v=6CniLgh1lUs
ΠΗΓΗ: enikos.gr
- Τελευταια
- Δημοφιλή