Δασμούς ύψους 18 δισ. δολαρίων σε κινεζικά προϊόντα , προκειμένου να προστατευθούν οι αμερικανικές εταιρείες και οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ, ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος, υποστηρίζοντας ότι οι κινεζικές επιδοτήσεις στην παραγωγή προκαλούν αθέμιτο ανταγωνισμό. Το Πεκίνο αντέδρασε προειδοποιώντας ότι η κίνηση αυτή θα προκαλέσει «επιδείνωση των διμερών σχέσεων», λίγες εβδομάδες μετά το ταξίδι του Άντονι Μπλίνκεν στο Πεκίνο.
Το θέμα του εμπορικού ανταγωνισμού είχε συζητηθεί τότε ανάμεσα στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών και τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, με τον πρώτο να καλεί την Κίνα να πιέζει να μειωθούν ή ακόμη και να καταργηθούν οι επιδοτήσεις στην κινεζική παραγωγή εξαγωγικών προϊόντων, όπως ηλεκτρικά αυτοκίνητα και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν μπορεί να οδηγήσει σε νέο εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών, ανάλογο με αυτόν που είχε προκαλέσει κατά τη διακυβέρνησή του ο Ντόναλντ Τραμπ, που εξακολουθεί να επιμένει σε σκληρή εμπορική πολιτική έναντι της Κίνας.
Ο πρώην και εκ νέου υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ επέκρινε τον Τζο Μπάιντεν λέγοντας ότι δεν έκανε περισσότερα σχετικά με τις κινεζικές εξαγωγές νωρίτερα. «Θέλει (σ.σ. ο Μπάιντεν) να βάλει μεγάλους δασμούς στην Κίνα, που είναι η πρόταση που είπα εγώ. Πού ήσασταν τρεισήμισι χρόνια; Θα πρέπει να το είχαν κάνει αυτό πριν από πολύ καιρό», είπε.
Οι δασμοί που ανακοινώθηκαν από τον Λευκό Οίκο αφορούν βιομηχανικούς τομείς που θεωρούνται «στρατηγικοί», όπως εκείνοι των ημιαγωγών, των κρίσιμων ορυκτών, των ιατρικών προϊόντων ή ακόμη των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Στα προϊόντα αυτά, οι τελωνειακοί δασμοί αυξάνονται από 25% σε 100%.
Οι δασμοί στον χάλυβα και το αλουμίνιο αυξάνονται από 7,5% σε 25%, το ίδιος και στις μπαταρίες. Οι δασμοί για τους ημιαγωγούς που αυξάνονται από 25% σε 50% και θα εφαρμόζονται στο εξής επίσης στα ηλιακά πάνελ και σε ορισμένα ιατρικά προϊόντα.
Η αμερικανική κυβέρνηση, μέσω του Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA) έχει επενδύσει περισσότερα από 860 δισ. δολάρια προκειμένου να επισπεύσει την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μπαταριών αλλά και ηλιακών πάνελ ή ανεμογεννητριών, ουσιαστικά επιδοτώντας την αμερικανική παραγωγή. Ταυτόχρονα, κατηγορεί την Κίνα ότι στηρίζει αυτές τις βιομηχανίες, που θεωρούνται στρατηγικές, με αποτέλεσμα τα κινεζικά προϊόντα να κατακλύζουν την παγκόσμια αγορά και να εμποδίζουν την ανάπτυξη ανταγωνιστικών βιομηχανιών σε άλλες χώρες. Πρόκειται για ανησυχία που έχουν εκφράσει κι άλλες οικονομικές δυνάμεις, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία, η Ινδία και η Βραζιλία.
«Κακό για το κλίμα διμερούς συνεργασίας»
Αντιδρώντας στις ανακοινώσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, το Πεκίνο επισήμανε ότι η αύξηση των δασμών «θα επηρεάσει σοβαρά το κλίμα διμερούς συνεργασίας» και κάλεσε τις ΗΠΑ να «αναιρέσουν αμέσως τις λανθασμένες αποφάσεις τους και να ακυρώσουν τα επιπλέον δασμολογικά μέτρα εναντίον της Κίνας».
Στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας εξέφρασε μάλιστα «έντονη αποδοκιμασία» για την απόφαση των ΗΠΑ, κατηγορώντας τες ότι «πολιτικοποιούν και εργαλειοποιούν τα οικονομικά και εμπορικά θέματα», ενώ τόνισε ότι πρόκειται για «χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικής χειραγώγησης».
Επισημαίνει δε ότι η αύξηση των δασμών «δεν συνάδει με το πνεύμα ομοφωνίας που είχε εξευρεθεί από τους δύο αρχηγούς κρατών», Σι Τζινπίνγκ και Τζο Μπάιντεν πέρυσι, ενώ προειδοποιεί ότι «η Κίνα θα λάβει αποφασιστικά μέτρα προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της».
Πηγή: efsyn.gr