
Π.Ε.Ν.Ε.Ν.
Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (6ο μέρος)
Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 6ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Πώς φτάσαμε στον Δεκέμβρη (Β)
Το κύριο πρόβλημα για τους Άγγλους από τη στιγμή που πάτησαν σε ελληνικό έδαφος ήταν πως είχαν να αντιμετωπίσουν ένα πανίσχυρο λαϊκό κίνημα το οποίο εκτός των άλλων διέθετε και στρατό. Συνεπώς το ζήτημα του στρατού και του ελέγχου πάνω σ’ αυτόν ήταν ζήτημα καθοριστικής σημασίας για την εξουσία που θα επικρατούσε στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Το στρατιωτικό ζήτημα, ο Παπανδρέου και οι Άγγλοι
Πρώτη νύξη για το στρατιωτικό ζήτημα και τη λύση του έγινε στο συνέδριο του Λιβάνου. Λίγο αργότερα, στις 18/10/1944, μιλώντας στο λαό της Αθήνας στο Σύνταγμα, ο Γ. Παπανδρέου περιέγραψε ως εξής τη λύση του στρατιωτικού ζητήματος[1]: «Εν τη μερίμνη προς αποκατάστασιν του Ελευθέρου Ελληνικού κράτους, η κυβέρνησις θα επιδιώξη την ανασύνταξιν των ενόπλων δυνάμεων του Έθνους, με κριτήρια αποκλειστικώς εθνικά και Στρατιωτικά, όπως προσδιορίζει το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου. Θα αποδοθούν αι δίκαιαι τιμαί εις τους γενναίους αγωνιστάς των ανταρτικών μας δυνάμεων και τα στελέχη των θα εύρουν την πρέπουσα θέσιν εις τον ανασυντασσόμενον τακτικόν μας Στρατόν. Βάσει του εθνικού μας Στρατού δια το μέλλον, όπως συνέβαινε ανέκαθεν εις την Ελλάδα και όπως συμβαίνει εις όλους τους Ελευθέρους λαούς θα είναι η τακτική στρατολογία. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός διεκδικεί την τιμήν να είναι υπερασπιστής της Πατρίδος».
Ο Παπανδρέου, λέγοντας τα παραπάνω, γνώριζε άριστα πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Διότι είναι ηλίου φαεινότερον πως ένας νέος στρατός που θα δημιουργούνταν με τακτική στρατολογία- με το ΕΑΜ να έχει την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού- και με την δυνατότητα να υπηρετήσουν σ’ αυτόν τα στελέχη του αντάρτικου κινήματος θα ήταν στην πράξη ένας στρατός στον οποίο θα πλειοψηφούσαν οι ΕΑΜίτες και οι ΕΛΑΣίτες.
Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει ο Γ. Παπανδρέου μία γνώμη είχε για την λύση του στρατιωτικού ζητήματος κι αυτή την ήταν άλλη από την «πάση θυσία» διάλυση του ΕΛΑΣ. Σ’ ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, το Μάρτη του 1948, ο Γ. Παπανδρέου ήταν απολύτως σαφής πάνω σ’ αυτό το θέμα. Διαβάζουμε[2]: «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή ‘‘δώρον του Υψίστου’’. Αλλά δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγούμενως να είχεν υπογραφή το σύμφωνο της Καζέρτας. Και δια να γίνη Στάσις- το ‘‘δώρον του Υψίστου’’- έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμό του, ή να επιχειρήση την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι οδήγουν εις την συντριβήν του… Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».
Απ’ όλα αυτά είναι πλέον αναμφισβήτητο το συμπέρασμα πως ο ΕΛΑΣ εμπειροπόλεμος και ετοιμοπόλεμος όπως ήταν- με μάχιμη και εφεδρική δύναμη περίπου 130.000 ανδρών-, αποτελούσε τον πλέον ανασταλτικό παράγοντα στα αντιλαϊκά σχέδια της αστικής τάξης και των Βρετανών. Χωρίς τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και την συγκρότηση ενός άλλου στρατού που θα τον έλεγχαν απόλυτα οι Εγγλέζοι και η ντόπια αντίδραση, τα σχέδια αυτά ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Κι ακριβώς αυτό, η επιδίωξη τους δηλαδή να αφοπλίσουν το λαϊκό κίνημα για να μπορέσουν στη συνέχεια να το καθυποτάξουν, έφερε ως αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά. Η σημασία που είχε για τους Εγγλέζους το στρατιωτικό ζήτημα και οι προθέσεις τους απέναντι στο λαϊκό κίνημα φαίνονται ξεκάθαρα από το γράμμα του Τσόρτσιλ προς τον Ηντεν στις 7/11/44: «Ελπίζω- έλεγε ο Τσόρτσιλ- ότι η ελληνική ταξιαρχία (σ.σ. πρόκειται για την περιβόητη ορεινή ταξιαρχία) θα φτάσει σύντομα και ότι δεν θα διστάσει να ανοίγει πυρ, όπου είναι αναγκαίο... Χρειαζόμαστε άλλες 8 με 10 χιλιάδες στρατιώτες για να κρατήσουμε για λογαριασμό της ελληνικής κυβερνήσεως, την πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη. Το θέμα επεκτάσεως της ελληνικής εξουσίας πρέπει να το εξετάσουμε αργότερα»[3].
Ας δούμε, όμως πως επιχειρήθηκε να λυθεί το στρατιωτικό ζήτημα μετά την απελευθέρωση.
Το στρατιωτικό ζήτημα και η ρήξη
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, ως πρώτη λύση, πρότειναν την διάλυση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας (αντάρτικα στρατιωτικά σώματα, ορεινή ταξιαρχία και ιερός λόχος) και δημιουργία εθνικού στρατού μέσω της κλήσης κλάσεων, δηλαδή μέσω της τακτικής στρατολογίας. Ο Παπανδρέου αρχικά δέχτηκε αλλά στη συνέχεια αρνήθηκε αυτή τη λύση με το επιχείρημα ότι διαφωνούσαν οι Άγγλοι. Έτσι σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτραπεί η ρήξη το ΚΚΕ και το ΕΑΜ πρότειναν τη συγκρότηση τμήματος ενιαίου εθνικού στρατού που θα αποτελείτο από την «Ορεινή Ταξιαρχία», τον «Ιερό Λόχο», τμήματα του ΕΔΕΣ και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ «ίση προς το άθροισμα των άνω δυνάμεων και με ίσον οπλισμόν».
Ο Γ. Παπανδρέου αποδέχτηκε και αυτή την πρόταση για να την αναιρέσει στη συνέχεια ύστερα από εντολή του στρατηγού Σκόμπυ και του Βρετανού πρεσβευτή Λήπερ. Στις 28/11/44, μάλιστα, ανακοίνωσε ένα αλλοιωμένο κείμενο ως δήθεν συμφωνία με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ που αν εφαρμοζόταν έδινε τη δυνατότητα στους Εγγλέζους και τους ντόπιους συνεργάτες τους να αφοπλίσουν το λαϊκό κίνημα. Καταρχήν δινόταν η δυνατότητα στον ΕΔΕΣ να συμμετέχει στο τμήμα του εθνικού στρατού με δύναμη ανάλογη αυτής που θα συμμετείχε ο ΕΛΑΣ πράγμα που ήταν έξω από τη συμφωνία. Επίσης έμεναν ανέπαφα τα στρατιωτικά τμήματα του ιερού λόχου και της ορεινής ταξιαρχίας με αποτέλεσμα οι στρατιωτικές δυνάμεις της αντίδρασης να είναι υπέρτερες του ΕΛΑΣ, αν αυτό γινόταν αποδεκτό. Ακόμη, το τμήμα στρατού που θα συγκροτούνταν δεν θα ήταν ενιαίο αλλά θα αποτελείτο από ασύνδετες μεταξύ τους δυνάμεις. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας λογικής, αν γινόταν αποδεχτή, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Στο όνομα του δήθεν εθνικού στρατού οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα στέλνονταν στα σύνορα και το λαϊκό κίνημα θα βρισκόταν έρμαιο κάτω από τις λόγχες των βρετανών και των ντόπιων πραιτοριανών. Φυσικό επόμενο ήταν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να μην πέσουν στην παγίδα που τους έστηναν ο Παπανδρέου και οι Εγγλέζοι.
Για το πώς φτάσαμε στο Δεκέμβρη και για το ποιοι ευθύνονταν για τη ρήξη ο Αλ. Σβώλος δημοσίευσε τον Δεκέμβρη του 1945 μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Η ΜΑΧΗ». Στο δεύτερο άρθρο αυτής της σειράς που φέρει τον τίτλο «Τα Όπλα» και αναφέρεται στο στρατιωτικό ζήτημα, ο Σβώλος- ανάμεσα σε άλλα- σημειώνει[4]:
«Στο σχέδιο συμφωνίας με την Αριστερά- λέει ο Σβώλος- που μονόγραψε ο κ. Παπανδρέου στις 22 Νοεμβρίου, όρισε ο ίδιος ρητά ότι θα διελύετο ουσιαστικά και η ορεινή ταξιαρχία με τη χορήγηση αορίστου αδείας στους άνδρες της. Δυστυχώς ο Παπανδρέου μετέβαλε τη συμφωνία, γιατί όπως εξήγησε ο ίδιος πολλές φορές, η βρετανική κυβέρνηση (ειδικότερα η επιθυμία του Τσόρτσιλ) και η απόφαση των εδώ βρετανικών στρατιωτικών αρχών δεν επέτρεψαν τη διάλυση της ταξιαρχίας...Λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία του πρωθυπουργού ν' ανταποκριθεί, όπως έλεγε, στην απαίτηση του κ. Σκόμπυ για τη διατήρηση της ορεινής ταξιαρχίας... Υποβάλαμε, ο σ. Ζέβγος, ο Τσιριμώκος κι εγώ στον Παπανδρέου, συνεννοημένοι με τον Σαρηγιάννη, ένα σχέδιο δημιουργίας μικτού στρατιωτικού τμήματος που θ' απαρτίζετο από την υφισταμένη τότε ορεινή ταξιαρχία, τον ιερό λόχο, ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ που συμφωνήθηκε να έχει δύναμη και οπλισμό, ίσα με το σύνολο όλων των άλλων δυνάμεων που θα διατηρούνταν. Το τμήμα αυτό θα ήταν κάτι σαν μεραρχία, θα είχε όπως επίσης συμφωνήσαμε, ενιαία διοίκηση. Αναφέρθηκαν μάλιστα και ονόματα υποψηφίων μεράρχων...Δυστυχώς ο Παπανδρέου ενώ συμφωνήσαμε στη βάση αυτή, δημοσίευσε την άλλη μέρα εντελώς αλλιώτικο το μέρος αυτό του σχεδίου μας, έτσι που εματαιώνετο ο σκοπός του...Το ξέσπασμα της δυσπιστίας από την πλευρά της Αριστεράς ήταν δικαιολογημένο και ευεξήγητο. Επιμείναμε ακόμα στη συνεννόηση. Ζητήσαμε από τον Παπανδρέου να επανέλθει στο αρχικό που είχε συμφωνηθεί, αλλά στο μεταξύ το ΚΚΕ ζητώντας ριζικώτερες λύσεις ξαναγύρισε σ' εκείνο που και ο Παπανδρέου θεωρούσε λογικό, αλλ' αδύνατο, επειδή δεν το επέτρεπαν οι Άγγλοι, στην ιδέα της αποστράτευσης όλων, ορεινής ταξιαρχίας, ιερού λόχου και ανταρτών. Ο Παπανδρέου στο σχέδιο που του ανέπτυξε ο Σιάντος δεν αντέταξε παρά μόνο την άρνηση των Άγγλων και την αδυναμία του να μεταβάλει τις αντιλήψεις τους».
Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα για χάρη των Εγγλέζων και των πραιτοριανών τους φτάσαμε στο Δεκέμβρη. Την αλήθεια αυτή ομολόγησε κι ένας άλλος πολιτικός του Κέντρου, ο Γ. Καφαντάρης. Μιλώντας στην πολιτική σύσκεψη των παρατάξεων, στις 26/12/444, όταν ο Τσόρτσιλ ήρθε στην Αθήνα, ο Καφαντάρης είχε πει χαρακτηριστικά: «Αν ο κ. Παπανδρέου ενόμιζε ότι έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύρραξη θα όφειλε να διαλέξει άλλες αφορμές και όχι το ζήτημα των 2000 πραιτοριανών, όταν μάλιστα είχε δεχτεί την διάλυση τους και κατόπι υπαναχώρησε»[5].
Η Αθήνα κατεχόμενη πόλη
Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι ένοπλες συγκρούσεις του Δεκέμβρη, η Μ. Βρετανία πέταξε από πάνω της το πέπλο της συμμάχου και άρχισε να συμπεριφέρεται ανοικτά και απροκάλυπτα ως κατακτητής που θέλει να διατηρήσει τις κτήσεις του. Η Ελλάδα ήταν γι' αυτούς μια χώρα που έπρεπε να κατακτηθεί αλλά προηγουμένως έπρεπε να κατακτηθεί η Αθήνα. Στις 5/12/1944- όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο σημείωμα- ο Τσόρτσιλ τηλεγραφούσε στον Σκόμπυ: «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη...Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση»[6].
Μέσα σ’ εκείνο τον πυρετό της σύγκρουσης, ανάμεσα στο λαό και την αντίδραση, αξίζει να σημειωθεί και τούτο το επεισόδιο. Το βράδυ της 4ης Δεκεμβρίου ο Γ. Παπανδρέου- που ήταν κλεισμένος στο ξενοδοχείο Μ. Βρετανία μαζί με το εγγλέζικο στρατιωτικό επιτελείο- υπέβαλλε την παραίτηση του στο Βρετανό πρεσβευτή Λήπερ. Η παραίτηση έγινε αρχικά αποδεχτή και άρχισε να προετοιμάζεται η λύση πρωθυπουργός να αναλάβει ο Θ. Σοφούλης. Τη λύση αυτή απέτρεψε ο Τσόρτσιλ με τηλεγράφημα του, την επομένη, προς τον Λήπερ. «Πρέπει- έλεγε το τηλεγράφημα- να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε ότι, αν το κάνει, θα υποστηριχθεί με όλες τις δυνάμεις μας. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την εξέγερση του όχλου. Η μόνη του ελπίδα είναι να βγει απ' αυτή την κατάσταση, τασσόμενος ανεπιφύλακτα στο πλευρό μας»[7].
Να τι χρειάζεται για να ανακηρυχθεί κάποιος σε «Γέρο της Δημοκρατίας».
Στο επόμενο: Η προετοιμασία του ΕΑΜ για τον Δεκέμβρη.
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
ΠΗΓΗ: ergatikosagwnas.gr
[1] Γ. Παπανδρέου: «Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδόσεις ‘‘ΑΛΦΑ’’ Ι. ΣΚΑΖΙΚΗ, Αθήνα 1945, σελ. 165.
[2]ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/3/1948
[3] Γιάννης Ανδρικόπουλος: «1944 Κρίσιμη Χρονιά», εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1974, τόμος Β', σελ. 201
[4] Εφημερίδα "Η ΜΑΧΗ", 5/12/1945
[5] Π. Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία», Τρίτη έκδοση, Αθήνα 1986 , τόμος Β', σελ. 367 και πρώτη «Λευκή Βίβλος ΕΑΜ», σελ. 61.
[6] Γιάννης Ανδρικόπουλος: «1944 Κρίσιμη Χρονιά», εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1974, τόμος Β', σελ. 257
[7] Γ. Ανδρικόπουλος, στο ίδιο, τόμος Β', σελ. 258
Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (5ο μέρος)
Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 5ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Πώς φτάσαμε στο Δεκέμβρη (Α)
Λίγες ημέρες μετά τη συμφωνία της Καζέρτας τα βρετανικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Ελλάδα. Η αντίστροφη μέτρηση προς την απελευθέρωση της χώρας είχε ήδη αρχίσει αλλά αυτό δεν οφειλόταν σε καμία βρετανική δράση. Οφειλόταν στην δράση του ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών και φυσικά στο γεγονός ότι ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε στα Βαλκάνια με αποτέλεσμα τα γερμανικά στρατεύματα να κινδυνεύουν- αν δεν υποχωρούσαν έγκαιρα- να εγκλωβιστούν στο ελληνικό έδαφος.
Στην έγκαιρη- και χωρίς απώλειες- υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την χώρα μας, η Μ. Βρετανία επένδυε πολλά που σχετίζονταν με τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια για την μεταπολεμική Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, θέλοντας να επιβραδύνει την προέλαση του κόκκινου στρατού- δηλαδή να αυξήσει την αντίσταση που θα έβρισκε στο δρόμο του- δεν δίστασε να έρθει σε συμφωνία με την ίδια τη χιτλερική Γερμανία για την απρόσκοπτη αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλμπερτ Σπέερ, υπουργού Πολεμικής Παραγωγής του Χίτλερ, «η συμφωνία αυτή πρωτοφανής μέχρι τότε, κι όπως γνωρίζω μοναδική σ' όλο το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, αφορούσε… τουλάχιστον, την εκκένωση από τα γερμανικά στρατεύματα της Ελλάδος, χωρίς Βρετανική ενόχληση... Και πράγματι οι Άγγλοι την ετήρησαν. Τα γερμανικά πολεμικά και μεταγωγικά, έμφορτα με στρατό απ’ τα ελληνικά νησιά πέρασαν το Φθινόπωρο του 1944 ανενόχλητα μπροστά στα μάτια των Βρετανών κι ανάμεσα από βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο...»[1]
Η δυαδική εξουσία
Τα βρετανικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Πάτρα από τα ξημερώματα της 4ης Οκτωβρίου 1944. Πολύ γρήγορα αναπτύχθηκαν προς την Κόρινθο και κατευθύνονταν προς την Αθήνα. Στις 12 Οκτώβρη που απελευθερώθηκε η πρωτεύουσα από τους Γερμανούς, Άγγλοι αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν το αεροδρόμιο της Ελευσίνας και στις 14 του μηνός έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα οι πρώτες λιγοστές βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες τις επόμενες ημέρες ενισχύθηκαν. Στις 18 Οκτωβρίου έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα ο Γ. Παπανδρέου- και η κυβέρνησή του- μαζί με τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ. Από εκείνη τη στιγμή και μετά στην Ελλάδα υπάρχει δυαδική εξουσία η οποία τυπικά έχει θεσμοθετηθεί με την συμφωνία του Λιβάνου, την συμμετοχή ΕΑΜιτών υπουργών στην κυβέρνηση Παπανδρέου και την συμφωνία της Καζέρτας.
Ποιες ήταν οι δύο αυτές παράλληλες και ταυτόχρονες εξουσίες; Από την μία πλευρά ήταν η πραγματική λαϊκή εξουσία που στηριζόταν στην ενεργό συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και εκφραζόταν μέσα από τα όργανα του ΕΑμικού κινήματος αντίστασης: Δηλαδή το ΕΑΜ, την κυβέρνηση του Βουνού (ΠΕΕΑ), τον ΕΛΑΣ, την Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και όλες τις υπόλοιπες λαϊκές οργανώσεις. Από την άλλη πλευρά ήταν η εξουσία της αστικής τάξης που εκφραζόταν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Αυτή η εξουσία δεν έχει καμία δύναμη πλην εκείνης που της έδιναν η ανοχή του ΕΑΜικού κινήματος και φυσικά τα βρετανικά στρατεύματα που είχαν εισέλθει στη χώρα.
Οι δύο αυτές εξουσίες δεν μπορούσαν να πάνε για πολύ χρόνο μαζί. Πολύ γρήγορα η μία θα έπρεπε να υποτάξει και να καταπιεί την άλλη- κάτι που άλλωστε στη συνέχεια αποδείχτηκε.
Το ζήτημα της δυαδικής εξουσίας και του ιδιαίτερου ρόλου που έπαιξαν οι Άγγλοι ώστε να γύρει η πλάστιγγά με το μέρος της αστικής τάξης το είχε περιγράψει αναλυτικά ο Ν. Ζαχαριάδης στην εισήγησή του στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Ιούνιο του 1945. Έλεγε συγκεκριμένα[2]: «Οι προσπάθειες πούγιναν για να πραγματοποιηθεί η ενότητα ανάμεσα στο ΕΑΜ και στην κυβέρνηση του Καΐρου κατέληξαν στη συμφωνία του Λιβάνου. Το ΕΑΜ πήρε μέρος στην κυβέρνηση. Δημιουργούνται έτσι ουσιαστικά δυο εξουσίες. Η εξουσία του ΕΑΜ μ’ επικεφαλής την ΠΕΕΑ, που είνε η ουσιαστική κυβέρνηση, γιατί αυτή είχε τη δύναμη και την εξουσία μέσα στην Ελλάδα. Και η «εξουσία» του Καΐρου, όπου έπαιρνε μέρος και το ΕΑΜ. Η ουσιαστική της δύναμη ήταν ελάχιστη. Ύστερα μάλιστα απ’ το κίνημα του Στρατού της Μέσης Ανατολής, που είχε για αποτέλεσμα να διαλυθούν σχεδόν ολότελα οι ένοπλες δυνάμεις στο εξωτερικό.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτόν τον εσωελληνικό συσχετισμό στις δυνάμεις, το πρόβλημα της εξουσίας στην Ελλάδα είχε ουσιαστικά λυθεί, εφόσον στο παιχνίδι παίρναν μέρος μονάχα ελληνικοί παράγοντες, ελληνικές δυνάμεις. Και πραγματικά, όταν με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια και με τα χτυπήματα του ΕΛΑΣ μέσα απ’ την Ελλάδα οι Γερμανοί αρχίζουν να τα μαζώνουν και να φεύγουν κυνηγημένοι, η εξουσία περνούσε ΑΥΤΟΜΑΤΑ, ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ, στα χέρια του ΕΑΜ. Αν αυτού μέναν τα πράγματα, το ελληνικό εσωτερικό πρόβλημα [θα] είχε λυθεί πιο γρήγορα, πιο εύκολα, πιο λαϊκά και πιο δημοκρατικά από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη απ’ αυτές που λευτερώθηκαν, ΧΩΡΙΣ ΜΑΛΙΣΤΑ ΝΑΝΕ ΑΝΑΓΚΗ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».
Η αστική εξουσία στηρίχθηκε στον δοσιλογισμό
Κύριος στόχος των Εγγλέζων και της ντόπιας αντίδρασης, από την πρώτη στιγμή της απελευθέρωσης, ήταν η ισχυροποίηση της εξουσίας τους, στις απελευθερωμένες περιοχές- πρωτίστως στην πρωτεύουσα και στη συνέχεια σε ολόκληρη τη χώρα. Ενδοιασμούς για το πως θα προχωρούσαν στην υλοποίηση των στόχων τους δεν είχαν. Αξιοποίησαν στο έπακρο την διάθεση του ΕΑΜικού κινήματος για ομαλές ειρηνικές εξελίξεις, αποκομίζοντας έτσι τα μέγιστα των ωφελημάτων που ήταν δυνατόν να έχουν. Ταυτόχρονα έκαναν ότι μπορούσαν για να μην προχωρήσει η εκκαθάριση της χώρας, και του κρατικού μηχανισμού από τους δωσίλογους, τους συνεργάτες των Γερμανών και τις ακροδεξιές- φασιστικές οργανώσεις. Διατήρησαν δηλαδή όσο μπορούσαν ανέπαφο το κράτος των κουΐσλιγκς ως βάση και στήριγμα της εξουσίας τους γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι γερμανοντυμένοι, οι προδότες, οι φασίστες και οι κάθε λογής δωσίλογοι ήταν ο μόνος- και ταυτόχρονα ο αναγκαίος γι’ αυτούς- σύμμαχος ενάντια στο δημοκρατικό λαό, στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Υπάρχει πλήθος ιστορικών στοιχείων που επιβεβαιώνει πως έτσι είχαν τα πράγματα. Θα σταθούμε μόνο σε μία μαρτυρία.
Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, υπήρξε τότε διοικητής της περιβόητης Ορεινής Ταξιαρχίας και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο πόλεμο 1946- 1949 ως ηγετικό στρατιωτικό στέλεχος στον κυβερνητικό στρατό. Αναφερόμενος στην περίοδο μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στην πραγματική αποστολή της στρατιωτικής διοίκησης Αττικής υπό τον στρατηγό Σπηλιοτώπουλο, λέει στα απομνημονεύματά του[3]: «Πρώται ενέργειαι της Στρατιωτικής διοικήσεως ήσαν η οργάνωσις Επιτελείου, ο εξοπλισμός και στρατιωτική οργάνωσις των Εθνικών Ομάδων, η σύνταξις ενός σχεδίου ενεργείας προβλέποντος την διατήρησιν της περιοχής των Αθηνών». Και συνεχίζει ο στρατηγός Τσακαλώτος[4]: «Αι απόρρητοι διαταγαί της Κυβερνήσεως είναι κατηγορηματικαί: Καμμία εμπιστοσύνη εις τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ και καμμία συνεργασία δια την τήρηση της τάξεως. Ατυχώς, μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί δεν πειθαρχούν έχοντες την γνώμην, ότι εφ' όσον 5 υπουργοί του ΕΑΜ συμμετέχουν εις την Κυβέρνησιν, πρέπει η τάξις να τηρηθή και δια των Μονάδων αυτού. Η τοιαύτη αντίληψις αποκρούεται με αγανάκτησιν και λαμβανονται κυρώσεις εναντίον των. Δια τον συντονισμόν των ενεργειών, φθάνει ο Βρεταννός συνταγματάρχης Σέπερτ, ως σύνδεσμος του Σκόμπυ μετά του Στρατιωτικού Διοικήτου] (σ.σ. του Σπηλιωτόπουλου δηλαδή). Συνεργάζονται αρμονικώτατα και προσφέρουν εξαιρετικάς υπηρεσίας δια την επιτυχίαν του αγώνος της απελευθερώσεως. Δυστυχώς, με το αίμα του, κατά τον Δεκέμβριον, οπότε φονεύεται, επισφραγίζει την αγάπη του προς την Ελλάδα. Τα Τάγματα Ασφαλείας ευρίσκονται εις δυσχερεστάτην θέσιν, διότι έχουσι αποκηρηχθή υπό της Κυβερνήσεως ως προδοτικά. Καταλλήλως, όμως, ο Στρατιωτικός Διοικητής τα ειδοποιεί να συνεχίσωσι τας υπηρεσίας των με την δήλωσιν- ουχί ακρίβή- ότι θα τύχωσι συγνώμης. Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ, το οποίο επιμόνως ζητεί την διάλυσίν των».
Τι ήθελαν οι βρετανοί στην Ελλάδα
Η απαρχή των Δεκεμβριανών που ήταν το ματοκύλισμα της ειρηνικής πορείας του λαού στις 3/12/1944, συνήθως θεωρείται και η αιτία τους. Η αιτία των Δεκεμβριανών φυσικά δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι ματοκυλίστηκε η ειρηνική διαδήλωση του λαού, όσο κι αν αυτό οδήγησε στο έπακρο τη λαϊκή οργή. Η αιτία βρίσκεται στο ότι ο ελληνικός λαός πριν καλά- καλά προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι ελευθερώθηκε από τους ναζί ξαναϋποδουλώθηκε στους Εγγλέζους. Οι Άγγλοι μπήκαν στην Ελλάδα σαν κατακτητές κι έτσι συμπεριφέρθηκαν από την πρώτη στιγμή με κύριο στόχο να επιβάλουν την εξουσία της αρεσκείας τους έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να πνίξουν τη χώρα στο αίμα.
Όπως αποδεικνύεται από τα ιστορικά στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Μεγάλη Βρετανία- που τότε ήταν η ηγέτιδα δύναμη του καπιταλιστικού κόσμου- είχε πλήρη συναίσθηση της κατάστασης που διαμορφωνόταν, του γεγονότος δηλαδή ότι τα τεράστια λαϊκά κινήματα αντίστασης στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια, στα οποία πρωταγωνιστούσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αποτελούσαν την μέγιστη απειλή για τον μεταπολεμικό καπιταλιστικό κόσμο της γηραιάς ηπείρου. Ειδικότερα για τα Βαλκάνια, ο στρατάρχης Σμάτς (Πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής από το 1939 έως το 1948) έγραφε στον Τσόρτσιλ τον Αύγουστο του 1943: «...Φοβούμαι ότι, υπό τας συνθήκας αναβρασμού της κοινής γνώμης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες βαλκανικές χώρες, θα επακολουθήσει χάος μετά από τη συμμαχική κατοχή, εκτός εάν μια δυνατή πυγμή συγκρατήση επί τόπου τα πράγματα. Εάν αφεθή απεριόριστος ελευθερία στους λαούς αυτούς, ενδέχεται να έχουμε ένα κύμα ταραχών και ευρείας κλίμακος επιβολήν του κομμουνισμού, επί όλων των περιοχών αυτών της Ευρώπης.»[5].
Πολύ γρήγορα αποδείχτηκε πως ήταν αδύνατη η συγκρότηση μιας βρετανικής δύναμης πυγμής που θα συγκρατούσε επιτόπου τα πράγματα σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο. Κάτι τέτοιο όμως ήταν δυνατό για την ελληνική περίπτωση. Οι υποχωρήσεις του ΕΑΜικού κινήματος που έδιναν στη Μεγάλη Βρετανία τον πρώτο λόγο στα στρατιωτικά ζητήματα πολέμου στη χώρα μας καθώς και το γεγονός ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν περνούσε- στην προέλασή του προς το Βερολίνο- από ελληνικά εδάφη αποτελούσαν το μίνιμουμ των προϋποθέσεων ώστε να επιχειρήσουν οι Εγγλέζοι τον έλεγχο πάνω στο ελληνικό εσωτερικό ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως αμέσως μετά το Συνέδριο του Λιβάνου άρχισαν να καταστρώνονται στρατιωτικά σχέδια ώστε να μην προλάβει το ΕΑΜικό κίνημα και ο ΕΛΑΣ να πάρουν- και τυπικά γιατί ουσιαστικά την είχαν- στα χέρια τους την εξουσία στη χώρα. Ένα τέτοιο σχέδιο- με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1944- που ήρθε πρόσφατα στην δημοσιότητα είναι του συνταγματάρχη του βρετανικού στρατού JohnMeliorStevens κι έχει τον τίτλο «Σχέδιο- Πρόταση για την πρόσληψη της κατάληψης της εξουσίας στην Ελλάδα από το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ κατά τον τερματισμό της κατοχής του Άξονα»[6]. Στα συμπεράσματα του σχεδίου αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα[7]:
«Το σχέδιο αυτό εξαρτάται από τρεις ζωτικούς παράγοντες: 1. ότι πρέπει να υπάρξει άμεση ειδοποίηση για την κατάρρευση των Γερμανών ή την αποχώρησή τους από την Ελλάδα. 2. ότι οι βρετανικές και ελληνικές δυνάμεις θα είναι έτοιμες, ώστε να φθάσουν στην Ελλάδα αμέσως. 3. ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα απομακρυνθούν το συντομότερο δυνατόν, με βάση μέτρα που θα έχουν ληφθεί από τους Βρετανούς».
Πέραν των άλλων, τα σημεία 1 και 3 των συμπερασμάτων του σχεδίου δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς να έχει επέλθει μια συμφωνία ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και στην Γερμανία ώστε οι βρετανοί να έχουν άμεση και έγκαιρη ειδοποίηση για την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από την Ελλάδα και να φροντίσουν ώστε αυτό να γίνει γρήγορα και με βρετανική στρατιωτική κάλυψη, όπως σαφέστατα υπονοεί στο σημείο 3 ο συντάκτης του σχεδίου συνταγματάρχης JohnMeliorStevens. Τέτοια συμφωνία είχε επέλθει, όπως μετά από χρόνια αποκάλυψε ο υπουργός του Χίτλερ, Αλμπερτ Σπέερ κι όπως αποδεικνύει η εξέλιξή των πραγμάτων τόσο με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα όσο και με τα όσα επακολούθησαν.
Στο πλαίσιο όλων αυτών των προετοιμασιών ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, στις 29/8/1944, με τηλεγράφημα του προς τον υπουργό του επί των Εξωτερικών Άντονι Ήντεν χαρακτήριζε ως εξής την Αγγλική απόβαση στη χώρα μας[8]: «...Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ...».
Επίσης με άλλο τηλεγράφημά του στον Ήντεν, αυτή τη φορά στις 7/11/1944, ο βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στα άλλα σημείωνε[9]: «Περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος».
Αλλά και η αστική τάξη δεν σκεφτόταν διαφορετικά, κάτι που αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν και δρούσαν οι πολιτικοί της εκπρόσωποι. Ο Γ. Παπανδρέου, από τον Ιούλιο του 1943, σε μια έκθεση του προς το στρατηγείο της Μ. Ανατολής, την Ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τη Βρετανική κυβέρνηση έλεγε ότι "η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν των είναι απόλυτος"[10]. Επίσης, στις 13/7/1944, λίγες εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη του Λιβάνου- παρόλο που υποτίθεται ότι εξέφραζε τη εθνική ενότητα ως πρωθυπουργός-, σε συνάντηση του με τον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ Κ. Πυρομάγλου, ρωτούσε τον τελευταίο αν ο ΕΔΕΣ είναι σε θέση να διαλύσει τον ΕΛΑΣ. Η απάντηση του Πυρομάγλου δεν τον ικανοποίησε με αποτέλεσμα ο Γ. Παπανδρέου ξεκαθάρισε στον συνομιλητή του: «Τότε τον ΕΛΑΣ, θα τον διαλύσω με τους Άγγλους.
_ Προ ή μετά την απελευθέρωσιν, κύριε πρόεδρε;
_ Μετά την απελευθέρωσιν»[11].
Λίγο αργότερα, στις 22/9/1944, έντρομος μπροστά στη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, έστελνε το εξής τηλεγράφημα στον Τσόρτσιλ. «...Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν»[12].
Στο επόμενο: Πως φτάσαμε στο Δεκέμβρη (Β)
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
ΠΗΓΗ: ergatikosagwnas.gr
[1] Β. Μαθιόπουλου: «Η Ελληνική Αντίσταση 1941- 1944 και οι Σύμμαχοι», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 51- 52).
[2] Νίκος Ζαχαριάδης: «Ιστορικά διλήμματα- Ιστορικές Απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα 1940- 1945», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 91
[3] Θρ. Τσακαλώτου: "40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος", ΑΘΗΝΑΙ 1960, τόμος Α', σελ. 576.
[4] Θρ. Τσακαλώτου, στο ίδιο, σελ. 578
[5] Κ. Πυρομάγλου: «Ο Δούρειος Ίππος», εκδόσεις Δωδώνη σελ. 189
[6] Πέτρος Στ. Μακρής- Στάικος: «Ο ‘‘Δεκέμβρης’’ του 1944- Τέσσερα άγνωστά κείμενα», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2014, σελ. 13- 23
[7] Πέτρος Στ. Μακρής- Στάικος, στο ίδιο, σελ. 23
[8] Γιάννης Ανδρικόπουλος: «1944 Κρίσιμη Χρονιά», εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1974, τόμος Β', σελ. 68
[9] Γιάννης Ανδρικόπουλος, στο ίδιο, σελ. 201
[10] Γ. Παπανδρέου: «Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», Τρίτη έκδοση, εκδόσεις «Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία Α.Ε.», Αθήνα 1948, σελ. 13
[11] Κ. Πυρομάγλου:«Η Εθνική Αντίστασις», Αθήνα 1947, σελ. 122
[12] Γ. Παπανδρέου: «Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδόσεις «ΑΛΦΑ» Ι. ΣΚΑΖΙΚΗ, Αθήνα1945, σελ. 131
Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (4ο μέρος)
Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 4ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Από τον Λίβανο στην Καζέρτα - Η εδραίωση της Αγγλικής παρουσίας στην Ελλάδα
Η Συμφωνία του Λιβάνου δεν έγινε αποδεκτή με ευκολία από το κίνημα της ΕΑΜικής Αντίστασης και το ΚΚΕ. Το περιεχόμενό της έγινε γνωστό, σχεδόν, αμέσως στην κατεχόμενη και ελεύθερη Ελλάδα από τους ραδιοσταθμούς του Λονδίνου και του Καΐρου και όπως ήταν φυσικό η άμεση αντίδραση τόσο των απλών αγωνιστών όσο και της ηγεσίας του κινήματος ήταν εναντίον της συμφωνίας.
Στις 22/5/44 η ΕΑΜική αντιπροσωπεία με τηλεγράφημά της από το Κάιρο ενημέρωσε την ηγεσία του κινήματος στα Βουνά ότι επήλθε συμφωνία με υποχωρήσεις από την πλευρά της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Την επομένη η ηγεσία απάντησε στην αντιπροσωπεία με δικό της τηλεγράφημα το οποίο έλεγε: «Ελάβομεν μοναδικόν τηλεγράφημά σας. Στοπ. Οποίον αναφέρετε επήλθε συμφωνία με ιδικά σας υποχωρήσεις, οποίας παραλείπετε γνωρίσετε. Ραδιοφωνηθέντες όροι συμφωνίας είναι έξω και εναντίον γραπτών οδηγιών μας. Στοπ. Εντολή σας αυστηρώς καθορισμένη δια συμφωνίαν εξασφαλίζουσαν επιδιώξεις αγωνιζόμενου έθνους. Στοπ. Αναμένομεν επειγόντως εξηγήσεις. Στοπ. Δια ΠΕΕΑ. στοπ. Μπακιρτζής. Στοπ. Δια ΚΕ ΕΑΜ Χατζής. Δια ΚΚΕ Σιάντος. Στοπ.»[1].
Από το απαντητικό αυτό τηλεγράφημα δεν χωράει αμφιβολία πως η αρχική αντίδραση της ηγεσίας του κινήματος ήταν καταδικαστική για τη συμφωνία του Λιβάνου. Στη συνέχεια όμως ακολούθησαν δύο ακόμη τηλεγραφήματα του Σβώλου με τα οποία ενημέρωνε, ψευδώς, ότι δεν υπήρχε μεγάλη απομάκρυνση από τις θέσεις του κινήματος και ότι αποκρούσθηκε πρόταση για διάλυση του ΕΛΑΣ. Επίσης ζητούσε να καθορισθούν τα ονόματα αυτών που θα έμπαιναν στην κυβέρνηση[2]. Στις συνεδριάσεις των οργάνων του κινήματος (ΠΕΕΑ- ΕΑΜ- ΚΚΕ) που θα ακολουθήσουν θα επικρατήσει τελικά η μετριοπάθεια και θα αποφασιστεί να δοθεί πίστωση χρόνου στην αντιπροσωπεία να διαπραγματευθεί καλύτερους όρους μιας και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν στο Κάιρο.
Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που συνεχίζονταν ήταν οι πιέσεις στη αντιπροσωπεία από τον Γ. Παπανδρέου, τους Άγγλους και τον αστικό πολιτικό κόσμο, ώστε ο απαράδεκτος συμβιβασμός του Λιβάνου να γίνει αποδεκτός ενώ εκφράζονται διαμαρτυρίες για την αρνητική στάση που κρατούσε το ΕΑΜικό κίνημα στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα ο Παπανδρέου με ραδιοφωνικές ομιλίες του και γράμματα του προς την αντιπροσωπεία ασκούνταν σε επιθέσεις κατά του ΕΑΜικού κινήματος με σκοπό να εκβιάσει την συμμετοχή στην κυβέρνηση με την κοινοποίηση των ονομάτων των υπουργών.
Σιγά- σιγά η ηγεσία του κινήματος στα βουνά κάτω από την πίεση των πραγμάτων και της αντιπροσωπείας που ισχυριζόταν πως γενικά χειρίστηκε σωστά το θέμα, περιόρισε την κριτική της γύρω από τη συμφωνία του Λιβάνου μόνο στο πρόσωπο του Παπανδρέου ζητώντας την αντικατάστασή του. Για τη στροφή αυτή και τον περιορισμό του θέματος στο πρόσωπο του Γ. Παπανδρέου ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε και ο αστικός πολιτικός κόσμος, στο πλαίσιο, ενδεχομένως, των εσωτερικών του ανταγωνισμών. Συγκεκριμένα, λίγο πριν αναχωρήσει η αντιπροσωπεία από το Κάιρο- το τελευταίο κλιμάκιο αναχώρησε στα μέσα του Ιούλη του '44 ενώ νωρίτερα είχαν φύγει οι Σαράφης και Πορφυρογέννης- ο Σ. Βενιζέλος συναντήθηκε με τον Σβώλο και του πρότεινε να τεθεί με τον πιο επίσημο τρόπο από την ηγεσία των βουνών θέμα αντικατάστασης του Παπανδρέου[3].
Η αποδοχή της Συμφωνίας
Η συμφωνία του Λιβάνου συζητήθηκε εκτενώς στην ΠΕΕΑ- αμέσως μετά την επιστροφή και του τελευταίου κλιμακίου της αντιπροσωπείας- στις 24, 25, 27 και 28 Ιουλίου 1944. Νωρίτερα, ενημερώσεις στην κυβέρνηση του Βουνού έκαναν οι Στ. Σαράφης και Μιλτ. Πορφυρογέννης. Στη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 1944 έκανε ενημέρωση ο Σαράφης και στη συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου ο Πορφυρογέννης[4]. Σ' αυτές τις συνεδριάσεις αποφασίστηκε και η τακτική που θα ακολουθούνταν στο εξής. Οι αρχικές αντιδράσεις είχαν περάσει πια στο παρελθόν. Η συμφωνία ουσιαστικά είχε γίνει αποδεκτή και είχαν μείνει μόνο τα προσχήματα.
Ο Σιάντος που μίλησε στη συνεδρίαση της 27ης Ιουλίου είπε για τη συμφωνία και τη στάση της αντιπροσωπείας[5]: «Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι' αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή. Δηλώνω σαν μέλος της ΠΕΕΑ και σαν εκπρόσωπος του ΚΚΕ, ότι εγκρίνουμε τις ενέργειες της αντιπροσωπείας στο Λίβανο και στο Κάιρο με τις εξής παρατηρήσεις: α) όσον αφορά το χειρισμό των διαπραγματεύσεων. Η αντιπροσωπεία έπεσε στην παγίδα των αντιπάλων, απομονώθηκε από μας, από κατήγοροι έγιναν κατηγορούμενοι κι έτσι οι άλλοι μας υπαγόρευσαν τους όρους τους. Η συμφωνία βγήκε σαν αποτέλεσμα των δηλώσεων του Παπανδρέου, από ένα λίβελο εναντίον μας, που ρίχνει τη σκιά και μέσα στη συμφωνία αυτή. Η αντιπροσωπεία μας έπρεπε να κρατήσει σθεναρότερη στάση, να περάσει στην αντεπίθεση, οπότε θα εξασφαλίζαμε καλύτερους όρους. β) Όσον αφορά την ουσία της συμφωνίας. Έχει ένα μεγάλο τρωτό: ότι είναι αόριστη, άρα εύκολα παρερμηνεύεται και καταστρατηγείται. Την καταστρατήγηση θα την έκαναν οι αντίπαλοί μας, όπως άρχισαν κιόλας να την κάνουν. Κι αν κάναμε τέτοια ενότητα, με τέτοια συμφωνία, κι έπειτα από ένα μήνα έσπαζε, τότε δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα να την πραγματοποιήσουμε».
Όπως βλέπουμε ο Σιάντος πατούσε σε δυο βάρκες. Από την μια ενέκρινε την στάση της αντιπροσωπείας και την συμφωνία του Λιβάνου λέγοντας πως «είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή» ενώ από τις κριτικές παρατηρήσεις του πάνω στο περιεχόμενο της συμφωνίας δεν προέκυπτε κάτι τέτοιο. Όπως δε στοιχειοθέτούνταν και κανένα όφελος για το κίνημα.
Στην ίδια συνεδρίαση ο Σιάντος είπε κι άλλα αξιοσημείωτα πράγματα. Άρχισε την ομιλία του επεξηγώντας τους πολιτικούς σκοπούς του ΚΚΕ. Διαβάζουμε από τα πρακτικά[6]: «Ο συναγ. Σιάντος δηλώνει ότι πριν ασχοληθεί με την έκθεση του προέδρου, θεωρεί σκόπιμο να αναφέρει ποιοι είναι οι πολιτικοί σκοποί του ΚΚΕ, που εκπροσωπεί στην ΠΕΕΑ, γιατί κυρίως στο κόμμα αυτό δυσπιστούν οι άλλοι. Τονίζει ότι η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, καθόρισε το Γενάρη του 1934 τι επιδιώκει το ΚΚΕ και ποιος είναι ο στρατηγικός του σκοπός. Η ολομέλεια εκείνη έκανε τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι χώρα προ παντός γεωργική, καθυστερημένη, χωρίς μεγάλη βιομηχανία, χώρα εξαρτημένη από το εξωτερικό. Αυτή η αντικειμενική κατάσταση δεν σηκώνει σοσιαλισμό. Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό, κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό. Γιατί τέτοια ήτανε και είναι η κατάσταση της χώρας. Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, σε αστικοδημοκρατικές αλλαγές της κατάστασης. Η αστική τάξη που κυβέρνησε ως τώρα τη χώρα, δεν κατόρθωσε να λύσει αυτά τα προβλήματα (όπως π.χ. το αγροτικό, το βιομηχανικό, ιδιοκτησία, βελτίωση όρων ζωής, λαϊκή παιδεία, διοίκηση, γλώσσα, δικαιώματα γυναίκας κλπ). Οι αλλαγές που ωριμάζουν άμεσα είναι αστικοδημοκρατικές. Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη.
Εξετάζοντας ποιες δυνάμεις ποιες κοινωνικές τάξεις έχουν συμφέρον από τέτοιες αστικοδημοκρατικές λύσεις τονίζει ότι αυτές είναι α) η εργατική τάξη β) ολόκληρη η αγροτιά (αχτήμονες, μικροί, μεσαίοι και οπωσδήποτε εύποροι γεωργοί εχτός από τους τσιφλικάδες), γ) όλοι οι επιστήμονες και διανοούμενοι, οι υπάλληλοί κλπ. δ) ολόκληρη η μικροαστική τάξη (επαγγελματίες, βιοτέχνες κλπ) ε) η μεσαία κεφαλαιοκρατία. Δηλαδή, αυτές οι αστικοδημοκρατικές λύσεις ενδιαφέρουν τα 80- 90% του λαού».
Οι απόψεις που εκφράζει εδώ ο Σιάντος είναι εξόχως προβληματικές σε σχέση με τις θέσεις που είχε τότε το ΚΚΕ. Καταρχήν η 6η ολομέλεια του 1934 δεν έλεγε αυτά που ο Σιάντος ισχυριζόταν[7]. Η 6η ολομέλεια του ’34 ολομέλεια υπογράμμιζε ότι «η επικείμενη επανάσταση των εργατών και αγροτών στην Ελλάδα θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Ακόμη η ολομέλεια μιλούσε για ηγεμονία του προλεταριάτου στην αστικοδημοκρατική επανάσταση με επικεφαλής το ΚΚΕ. Επίσης σαν κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης αναφέρονταν η εργατική τάξη και οι φτωχομεσαίες μάζες της αγροτιάς.
Στην ίδια ομιλία του ο Σιάντος, αναφερόμενος στην αντιπροσωπεία που πήγε στο Λίβανο και στις εγγυήσεις που έπρεπε να έχει η λεγόμενη εθνική ενότητα σημείωνε: «Η σύνθεση της αντιπροσωπείας μας μαρτυρεί ότι εμείς πήγαμε με όλη μας την ειλικρίνεια να κάνουμε πραγματική και σταθερή ενότητα. Ξέραμε με ποιους είχαμε να κάνουμε. Όμως πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να γίνει σήμερα ενότητα και μ' αυτούς. Γιατί υπάρχει τώρα ένας καινούργιος παράγοντας. Ο ξένος κατακτητής. Ο αγώνας για το διώξιμό του από τη χώρα μας και η ανάγκη να μην πέσουμε στον εμφύλιο πόλεμο, συμφέρουν και σε μας και σε κείνους. Σ' αυτά συμπέφτουν τα συμφέροντα των 95% και των 5%. Γι’ αυτό και στη συμφωνία μ' αυτούς δύο μόνο εγγυήσεις θέλουμε: α) ότι θα παλέψουμε μαζί κατά του κατακτητή και β) ότι κανένας δεν θα δώσει δυναμικές λύσεις».
Αν συνδυάσουμε αυτή τη λογική της απόρριψης δυναμικών λύσεων με όσα λέει ο Σιάντος, περί ομαλού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσα από τη δημοκρατική εξέλιξη, στο προηγούμενο απόσπασμα που παραθέσαμε, έχουμε μπροστά μας όλη την ιδεολογική πλατφόρμα της συνθηκολόγησης: Δεξιά αλλοίωση των προγραμματικών θέσεων του κόμματος όπως αυτές καθορίστηκαν στην 6η ολομέλεια του 1934. Άρνηση συγκεκριμένων μορφών της ταξικής πάλης- συγκεκριμένα της ένοπλης πάλης- για την κατάληψη της εξουσίας χάριν της λεγόμενης εθνικής ενότητας με την αστική τάξη και τέλος αποδέσμευση αυτής της ενότητας από τους πραγματικούς συσχετισμούς και πραγματικά δεδομένα που συμπυκνώνονταν στο αίτημα για υπεράσπιση και κατοχύρωση των κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος που είχαν επιτευχθεί με αίμα μέσα από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Αποδοχή του Παπανδρέου και προσχώρηση στην κυβέρνησή του
Σ’ ότι αφορά το ΚΚΕ, αυτό καθ’ αυτό οφείλουμε να σημειώσουμε πως η αποδοχή της συμφωνίας του Λιβάνου δεν ήρθε ως αποτέλεσμα απόφασης των καθοδηγητικών του οργάνων, ιδιαίτερα δε της ΚΕ που έπρεπε να έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Έτσι αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι οι πολιτικές στροφές και οι συμβιβασμοί του κόμματος- ιδιαίτερα αυτοί που είχαν οδυνηρό αποτέλεσμα- συνοδεύονταν πάντοτε από στρέβλωση- που έφτανε ως το σημείο της κατάργησης στην πράξη- των οργανωτικών αρχών λειτουργίας του.
Η ΚΕ του ΚΚΕ συνεδρίασε για το θέμα της συμφωνίας του Λιβάνου εκ των υστέρων, στις 2-3 Αυγούστου του '44[8] αλλά ο Σιάντος είχε εγκρίνει την συμφωνία για λογαριασμό του κόμματος με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ στις 27 Ιούλη. Επίσης σ' εκείνη τη συνεδρίαση ο Σιάντος αποδέχτηκε πρόταση του Σβώλου που περιόριζε το όλο πρόβλημα με την συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου από τη θέση του Πρωθυπουργού[9]. Στην ίδια θέση κατέληξε και η ΚΕ του ΚΚΕ λίγες μέρες μετά[10].
Το αίτημα για αντικατάσταση του Παπανδρέου διαβιβάστηκε στο Κάιρο και συνάντησε- αναμενόμενο άλλωστε- τη λυσσαλέα αντίδραση των Άγγλων. Η Βρετανική κυβέρνηση ούτε που ήθελε να ακούσει για ενδεχόμενη αλλαγή του προστατευόμενού της και ο Τσόρτσιλ έγραφε, στις 6 Αυγούστου του 1944, στον υπουργό του επί των Εξωτερικών Α. Ήντεν[11]: «Και βέβαια πρέπει να πούμε στον Παπανδρέου ότι οφείλει να παραμείνει Πρωθυπουργός και να τους αψηφήσει όλους.... Δεν μπορούμε να φέρνουμε έναν άνδρα στην εξουσία, όπως κάναμε με τον Παπανδρέου, και μετά να τον αφήνουμε να ριχτεί στους λύκους με τα πρώτα ουρλιάγματα των αθλίων ελλήνων ληστών... Είτε υποστηρίζουμε τον Παπανδρέου, στην ανάγκη χρησιμοποιώντας και βία, όπως έχουμε συμφωνήσει, ή παύουμε να ενδιαφερόμαστε εντελώς για την Ελλάδα».
Η ωμή αυτή επέμβαση των Άγγλων έφερε αποτελέσματα. Πρώτοι υποχώρησαν οι αστοί πολιτικοί στο Κάιρο που είχαν αντιταχθεί στο πρόσωπο του Παπανδρέου. Στις 10 Αυγούστου του '44 οι Βενιζέλος, Μυλωνάς, Σακαλής και Ρέντης με τηλεγράφημά τους ενημέρωναν την ΠΕΕΑ: «Συνεπεία επισήμου εμπιστευτικής ανακοινώσεως Αγγλικής κυβερνήσεως, μη δεχομένης αλλαγήν Προέδρου Κυβερνήσεως παραμονάς απελευθερώσεως, κόμματα φιλελευθέρων, προοδευτικών, αγροτικών, δημοκρατικών, ποιούνται τελευταίαν έκκλησιν όπως αποστείλετε αντιπροσώπους σας καταλάβουν θέσεις των εν τη κυβερνήσει, ως έχει σήμερον. Εν εναντία περιπτώσει, αναλαμβάνετε τεραστίας ευθύνας απέναντι του έθνους εις στιγμήν που η εθνική ενότητης είναι υπέρ ποτέ άλλοτε απαραίτητος προς αντιμετώπισιν των μεταπολεμικών προβλημάτων και επούλωσιν των εκ του πολέμου πληγών»[12].
Η ΕΑΜική ηγεσία κάμφθηκε κάνοντας άλλη μια υποχώρηση, η οποία βεβαίως σε σχέση με την συμφωνία του Λιβάνου ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Στο απαντητικό της τηλεγράφημά προς το Κάιρο- την κυβέρνηση και τους Βενιζέλο, Μυλωνά, Σακαλή και Ρέντη- αναφέρει[13]: «Σταθμίσαντες καλώς σημασίαν επισήμου ανακοινώσεως ως προς τον Πρόεδρον Κυβερνήσεως αναγκαζόμεθα να δηλώσωμεν ότι δεν επιμένομεν αλλαγή Πρωθυπουργού στοπ. Παρακαλούμεν μεριμνήσετε ταχυτέραν έλευσιν αυτόθι υπουργών μας στοπ. Θεωρούμεν αναγκαίον και σκόπιμον αποφευχθούν Κυβερνητικαί δηλώσεις εν τω μεταξύ στοπ. Δια ΠΕΕΑ στοπ. Σβώλος. στοπ. Δια ΕΑΜ στοπ. Παρτσαλίδης στοπ. Δια ΚΚΕ στοπ. Σιάντος».
Από κει και μετά τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Η κυβέρνηση με τους ΕΑΜικούς υπουργούς ορκίστηκε στις 2 Σεπτέμβρη του '44 και λίγες μέρες μετά με διάγγελμά της δήλωνε πως πολιτικό της πρόγραμμα ήταν η συμφωνία του Λιβάνου. Επίσης οι Άγγλοι διόρισαν τον Σκόμπυ αρχηγό των χερσαίων δυνάμεων στην Ελλάδα. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την απόλυτη εδραίωση της αγγλικής παρουσίας στη χώρα με την υπογραφή, λίγες ημέρες αργοτερα- της περιβόητης συμφωνίας της Καζέρτας.
Η συμφωνία της Καζέρτας.
Η συμφωνία της Καζέρτας υπογράφηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944. Ήταν μια συμφωνία πλήρους υποταγής στον Αγγλικό ιμπεριαλισμό. Προέβλεπε την υπαγωγή των ελληνικών ανταρτικών δυνάμεων κάτω από τις διαταγές του Σκόμπυ, απαγόρευε στο αντάρτικο κίνημα να πάρει με την απελευθέρωση την εξουσία στα χέρια του, απαγόρευε στον ΕΛΑΣ οποιαδήποτε δράση στις περιοχές περιφερείας Αττικής, Πελοποννήσου και Θράκης συμπεριλαμβανομένου και της Θεσσαλονίκης κλπ[14]. Με τη συμφωνία αυτή το λαϊκό κίνημα είχε δεθεί χειροπόδαρα. Η λογική των συμβιβασμών χάριν της υποτιθέμενης εθνικής ενότητας είχε οδηγήσει τη χώρα στο δόκανο του αγγλικού ιμπεριαλισμού.
Στο Λίβανο αναγνωρίστηκε στους αντιπάλους του ΕΑΜ δύναμη που δεν διέθεταν καθώς και το δικαίωμα στην Αγγλία να αναγορεύεται ρυθμιστής όλων των εσωτερικών υποθέσεων της χώρας. «Εξασφάλισις, κατά την προσεχή από κοινού μετά των συμμαχικών δυνάμεων απελευθέρωσιν της Πατρίδος, της τάξεως και της ελευθερίας του ελληνικού λαού...» προέβλεπε η συμφωνία του Λιβάνου. Κι αυτό τα λέει όλα. Στην Καζέρτα τακτοποιήθηκαν και οι τελευταίες λεπτομέρειες αυτής της συνθηκολόγησης. Προκύπτει βεβαίως το ερώτημα αν η ηγεσία του κινήματος είχε συνείδηση των πράξεών της. Φαίνεται πως είχε. Ο Γ. Ζέβγος που η «τύχη» τον έταξε να υπογράψει την Καζέρτα γράφει στο ημερολόγιο που κρατούσε, στο διάστημα από 31 Αυγούστου ως και 18 Οκτωβρίου του 1944,[15]: «Είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε. Να δεχόμαστε την προώθηση της αντίδρασης. Να συνιστούμε και να επιβάλουμε στο λαό, τον πανίσχυρο, μαρτυρικό, να υποχωρεί σ' όφελος της αντίδρασης.
Ως πότε; Προς το δημοψήφισμα και τις εκλογές. Η αντίδραση ελπίζει να παρασύρει πολιτικά τον λαό. Θα μας καταδικάσει η ιστορία ότι αφοπλίσαμε το λαό και επιβάλλαμε την αντίδραση; Θα μας κρίνει όπως τον Έμπερτ και Νόσκε; Όμως άλλη λύση δεν υπάρχει. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Η Αγγλία μας υποχρεώνει, μας αναγκάζει να φερθούμε έτσι». Δεν χωράει αμφιβολία πως ηγεσία αντιλαμβανόταν, τουλάχιστον, τους κινδύνους για όσα έπραττε. Η αδυναμία της, όμως, να σταθμίσει σωστά την ιστορική στιγμή και τον συσχετισμό δυνάμεων, η αδυναμία της αντιληφθεί το χαρακτήρα της εξουσίας που είχε γεννήσει στην Ελεύθερη Ελλάδα ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας με την Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και την κυβέρνηση του Βουνού, η ηττοπαθής λογικής της ότι με την Αγγλία δεν είναι δυνατό να τα βάλει το κίνημα ή οι υπεραισιόδοξες αντιλήψεις στις γραμμές της ότι η δύναμη του κινήματος ήταν τέτοια που λειτουργούσε ανασταλτικά για τις προθέσεις των αντιπάλων καθώς και οι λεγγαλιστικές αυταπάτες ότι οι Άγγλοι θα επέτρεπαν δυνατότητα- ή λόγω της δύναμης του ΕΑΜ δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς- θετικών λύσεων μέσω των εκλογών δεν της άφηναν περιθώρια να πράξει διαφορετικά.
Στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, το ίδιο φαινόμενο συμβιβασμών και αγνόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας εμφανίστηκε και στο κόμμα των Μπολσεβίκων- αμέσως μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του ’17-, όταν η ηγεσία του στη Ρωσία σερνόταν πίσω από την Προσωρινή κυβέρνηση και τον μικροαστικό ρεφορμισμό ως τη στιγμή που ήρθε ο Λένιν. Δυστυχώς, το ελληνικό κίνημα αντίστασης και το ΚΚΕ δεν είχε τότε έναν ανάλογο ηγέτη ή μια ανάλογη συλλογική ηγεσία που θα σταματούσε τον κατήφορο των απαράδεκτων συμβιβασμών.
Στο επόμενο: Πώς φτάσαμε στον Δεκέμβρη
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
ΠΗΓΗ:ergatikosagwnas.gr
[1] Θ. Χατζή: «Η Νικοφάρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ, τόμος Γ', σελ. 209- 210 και Π. Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία» , τόμος β' σελ. 152
[2] Θ. Χατζή, στο ίδιο, τόμος Γ', σελ. 210- 211
[3] Γρ. Δαφνή: "Σοφοκλής Βενιζέλος", εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, σελ. 329
[4] «Αρχείο ΠΕΕΑ- Πρακτικά συνεδριάσεων», Εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 103- 104 και 118- 124
[5] Αρχείο ΠΕΕΑ- Πρακτικά συνεδριάσεων, εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 158
[6] στο ίδιο, σελ. 156, 157 και 158
[7] Βλέπε ολόκληρη την απόφαση της 6ης ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1934) στο «ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Δ’, σελ. 13- 34
[8] Ο Β. Μπαρτζιώτας στο βιβλίο του για την εθνική αντίσταση, στη σελ. 275, γράφει ότι η ΚΕ συνεδρίασε στις 28- 29 Ιούλη αλλά για συνωμοτικούς λόγους ανακοινώθηκε ότι συνεδρίασε στις 2- 3 Αυγούστου
[9] ΑΡΧΕΙΟ ΠΕΕΑ- πρακτικά συνεδριάσεων, σελ. 158
[10] Επίσημα κείμενα ΚΚΕ, τόμος 5ος, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 219
[11] Γ. Ανδρικόπουλου: 1944 Κρίσιμη χρονιά, τόμος Β' σελ. 27-28
[12] Λευκή Βίβλος ΕΑΜ, σελ. 8
[13] στο ίδιο, σελ. 9
[14] Ολόκληρη η συμφωνία δημοσιεύτηκε στη Λευκή Βίβλο του ΕΑΜ, σελ. 10-11
[15] Το ημερολόγιο του Ζέβγου υπάρχει στο Αρχείο του ΚΚΕ που βρίσκεται στα ΑΣΚΙ. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα ΑΥΓΗ τον Μάρτη του 1975. Επίσης δημοσιεύτηκε ολόκληρο στο βιβλίο του Μ. Παρτσαλίδη «Διπλή αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης», σελ. 234- 242
Στο «ύψος» της η ανεργία σε Ελλάδα και ΕΕ με 25,9% και 11,5% αντίστοιχα
Σε υψηλά επίπεδα παραμένει η ανεργία στην Ευρωζώνη τον Οκτώβρη, σε σχέση με το Σεπτέμβρη, σύμφωνα με στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας «Eurostat» που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα, καταρρίπτοντας τα «περί μέτρων» που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, όπως επικαλούνται οι κυβερνήσεις της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής.
Συγκεκριμένα η ανεργία στην Ευρωζώνη παραμένει σταθερή σε σχέση με το Σεπτέμβρη, στο 11,5% έναντι 11,9% τον Οκτώβρη του 2013.
Στις 28 χώρες της ΕΕ παρέμεινε επίσης σταθερή στο 10,1% τον Οκτώβρη, σε σχέση με το Σεπτέμβρη, ενώ τον Οκτώβρη του 2013 ήταν στο 10,7%.
Συνολικά τον Οκτώβρη καταγράφονται 24,4 εκατομμύρια άνεργοι στην ΕΕ και 18,4 εκατομμύρια άνεργοι στην Ευρωζώνη.
Σταθερά πρώτη η Ελλάδα, καταγράφοντας ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο 25,9%, ελάχιστα μειωμένο (0,2%) σε σχέση με τον Αύγουστο του 2013, που ήταν 26,1%.
Ο αριθμός των ανέργων στη χώρα μας μειώθηκε στα 1,242 εκατομμύρια από 1,263 εκατομμύρια τον Ιούλη, κατά 21.000 άνεργοι που ανακυκλώνονται στην ανεργία.
Στα στοιχεία δεν αναφέρεται ο αριθμός απολύσεων, ενώ και αυτές οι απειροελάχιστες θέσεις εργασίας είναι κατά κανόνα κακοπληρωμένες, χωρίς ασφάλιση και δικαιώματα, ενώ λόγω της περιόδου (Αύγουστος) αφορούν εποχικές θέσεις στον τουρισμό.
Επίσης σταθερά η ανεργία συνεχίζει να πλήττει τους νέους κάτω από 25 ετών, με ποσοστό 49,3% έναντι 49,9% τον περσινό Αύγουστο. Ακολουθούν οι γυναίκες με 29,5% και οι άντρες με ποσοστό 23,1%.
Σημειώνεται ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη.
Την Ελλάδα ακολουθούν η Ισπανία (24%) και η Κύπρος (15,5%).
Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας σημειώθηκαν στη Γερμανία (4,9%), στην Αυστρία (5,1%) στη Μάλτα και στο Λουξεμβούργο (6%).
ΠΗΓΗ: 902.gr
- Τελευταια
- Δημοφιλή