Δικαιοσύνη και ακροδεξιά: Ποιος θα κερδίσει;
Γράφτηκε από τον Π.Ε.Ν.Ε.Ν.
Η λειτουργία της δικαιοσύνης, ως βασικός μοχλός για τη «διακυβέρνηση της ελευθερίας», των δικαιωμάτων του πολίτη στο πλαίσιο της «υποταγής στον νόμο», μία νομοθεσία ισότιμη για όλους τους πολίτες, απαλλαγμένης από τα υποκειμενικά πάθη και τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και προσανατολισμένη στο κοινό καλό κι όχι το συμφέρον των πολιτικών, αποτελεί πάντοτε τον στόχο κάθε αυταρχικής μορφής κυβέρνηση. Η δικαιοσύνη σε τέτοιες ζοφερές περιστάσεις, όπου η κρατική εξουσία βρίσκεται στα χέρια ηγετών με δεσποτικές κι ανελεύθερες απόψεις, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή η Τζόρτζια Μελόνι, μπορεί να αποτελέσει το έσχατο προπύργιο της μάχης για τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ή και το αντίθετο, κλίνοντας το γόνυ ή υποχωρώντας στη σπάθα της εξουσίας.
Δεν είναι τυχαίο που και στις ΗΠΑ και στην Ιταλία ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία, με κύριο άξονα τη συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας και του «προστατευτικού» ρόλου της απέναντι στις αυθαιρεσίες και τις επιθέσεις του κράτους στις πολιτικές ελευθερίες και τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, έχει φθάσει στο κατακόρυφο.
Από τη μία έχουμε τα πρώτα διατάγματα του Τραμπ που βάλλουν ευθύβολα κατά του πυρήνα του ομοσπονδιακού κράτους και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών στις ΗΠΑ και μία ακραία εφαρμογή του πλαισίου του δόγματος Law and Economics. Από την άλλη το τρίπτυχο της συνταγματικής και δικαιϊκής ανατροπής που επιχειρεί η Μελόνι στην Ιταλία, με άξονες την μεταναστευτική πολιτική και τη «διαφοροποιημένη αυτονομία», την απολυταρχική πρόκριση του raison d’ état έναντι του raison de droit, με αποκορύφωμα την υπόθεση Αλ Μάσρι και την προσπάθειά της να αλλάξει τους δικαστικούς κώδικες και τους κανονισμούς λειτουργίας του δικαστικού σώματος, με στόχο να το ελέγξει. Περίτρανη απόδειξη για το πώς μεθοδεύουν τον πλήρη έλεγχο της εξουσίας και της κοινωνίας κυβερνήσεις, που με λαϊκιστικό μανδύα αποβλέπουν στην αλλαγή κάθε φιλελεύθερης (όχι με την πολιτική έννοια) αρχής του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων.
Ο Τραμπ με την έναρξη της θητείας του έδειξε απερίφραστα πως σκοπεύει να απαλλαγεί από εκείνους τους κρατικούς παράγοντες, που κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας στάθηκαν αναχώματα και πιθανόν θα επιχειρήσουν να μετριάσουν την «επανάστασή» του. Οι αθρόες απολύσεις και προγραφές που σχεδιάζει κι εκτελεί με τη συνδρομή του νέου δορυφόρου του Ίλον Μασκ και της DOGE του και η σύμπραξη με κάθε αδυσώπητο κερδοσκόπο και τυχοδιωκτικό συνωμοσιολόγο, που επιδιώκουν να καταλάβουν και να ελέγξουν με τη συνδρομή της Τεχνητής Νοημοσύνης και των ΜΚΔ κάθε νευραλγική θέση στην κυβέρνηση και να επιδιώκουν προσωπικά συμφέροντα χωρίς κανέναν φραγμό. Για να επιτευχθεί τούτο είναι απαραίτητο λοιπόν να ευθυγραμμιστεί η δικαιοσύνη, ο πυλώνας της αμερικανικής δημοκρατίας. Αρκεί να διαβάζει κανείς τους New York Times για να καταλάβει ότι ο αγώνας είναι σε εξέλιξη. Ενώ ακαδημαϊκοί νομομαθείς θεωρούν ότι «συστηματικές αντισυνταγματικές και παράνομες πράξεις δημιουργούν συνταγματική κρίση», αυτή είναι η πρώτη φορά που ένας ομοσπονδιακός δικαστής στο Ρόουντ Άιλαντ, που αποφάνθηκε πως η κυβέρνηση Τραμπ δεν υπακούει στις δικαστικές εντολές. Παράλληλα, ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει πως «οι δικαστές δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να ελέγχουν τη νόμιμη εξουσία της εκτελεστικής εξουσίας», καθώς «οποιαδήποτε νομική αμφισβήτηση δεν είναι παρά μια προσπάθεια υπονόμευσης της βούλησης του αμερικανικού λαού». Δηλώσεις που αμφισβητούν άμεσα τη συνταγματική κατοχύρωση του ρυθμιστικού ρόλου της δικαιοσύνης και της δυνατότητας που τις δίνεται να αποτελεί, πέρα από κριτή και θεματοφύλακα των ελευθεριών, δικαιωμάτων και της ισονομίας των πολιτών. Στα μάτια της νέας ομάδας που νέμεται την εκτελεστική εξουσία στις ΗΠΑ κι είναι γαλουχημένη με το αυταρχικό πνεύμα και το καθεστώς αυθαιρεσίας και κυνισμού που χαρακτηρίζει το επιχειρείν (που θα υπηρετήσουν αμέριστα και στις κυβερνητικές θέσεις), ο έλεγχος από τη δικαιοσύνη φαντάζει μία αδιανόητη παρέμβαση. Το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό για το εάν και κατά πόσο θα επικρατήσει η δικαιοσύνη και θα η δυνατότητά της να επιβάλλει την τήρηση του νόμου και του Συντάγματος ή απλά θα υποχωρήσει και θα υποκλιθεί στην παντοδυναμία του χρήματος που έχει καταλάβει την αμερικανική εκτελεστική εξουσία.
Η αμφισβήτηση του κράτους δικαίου που επιδιώκει ο Τραμπ μέχρι σήμερα αποτελεί ένα ταμπού και γινόταν αντιληπτή ως αιρετική άποψη στις ΗΠΑ. Για τον μέσο Αμερικανό και την κουλτούρα της χώρας είναι ακριβώς το κράτος δικαίου που ίδρυσε το ανεξάρτητο κράτος. Η εναρκτήρια πράξη της Αμερικανικής Επανάστασης ήταν η διεκδίκηση της ατομικής ελευθερίας και του κράτους δικαίου που την εγγυάται κι η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας απαριθμεί στο προοίμιό της τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία είναι οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής κοινότητας. Το Αμερικανικό Σύνταγμα και τα άρθρα του, πέρα από τις προσθετικές τροποποιήσεις, παραμένει χωρίς αναθεώρηση στα περίπου 250 χρόνια από τη σύνταξή του και θεωρείται οιωνεί θέσφατο και πυξίδα για την κοινωνία και τα δίκαιά της. Ωστόσο, σήμερα με τον Τραμπ και τη δράκα των πλουσίων που νέμονται την εξουσία η κατάργηση του κράτους δικαίου μοιάζει το πιθανότερο σενάριο. αυτό είναι που είναι πιθανό να συμβεί. Πράγματι, το μίσος για το νόμο κι η περιφρόνηση στο κράτος δικαίου είναι ένας από τους πυλώνες του Τραμπισμού. Όπως και κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, όπως μαρτυρά η στάση του Τραμπ τις τελευταίες εβδομάδες, ποδοπατώντας κάθε συμβατική δέσμευση και υποχρέωση. Για τους οπαδούς και τον ίδιον τον Τραμπ ο νόμος αποτελεί «προνόμιο» των «καλοπροαίρετων» και «πολιτικώς ορθούς μορφωμένους» (τους «θολοκουλτουριάρηδες» του δικού μας Αδώνιδος-Σπυρίδωνος) που κατ’ αυτόν αποτελούν την πολυμίσητη ελίτ, που στο όνομα μίας αφηρημένης και υποκριτικής υπεράσπισης των μειονοτήτων, υπονομεύουν τη βούληση της πλειοψηφίας και του λαού -όπως αυτός τον καταλαβαίνει. Για τον νέο πρόεδρο, η κυριαρχία πηγάζει από το λαό, όχι από τα ακαταλαβίστικα και δαιδαλώδη περιεχόμενα ενός κώδικα που κανείς δεν καταλαβαίνει. Για τον Τραμπ auctoritas non veritas (πολύ περισσότερο iustitia) facit legem και το πολιτεύεσθαί του επικυρώνει όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του μοντέρνου (φιλελεύθερου) κράτους αυτήν την αρχή. Μία αρχή που ακόμη πριν τον Τραμπ εφαρμόζει με απαρέγκλιτη εμμονή και η ομογάλακτή του και θαυμάστριά του νεοφασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Από την έναρξη της θητείας της η Τζόρτζια Μελόνι ακατάπαυστα πασχίζει να ελέγξει απόλυτα και να καθυποτάξει στο δικό της σύστημα για τη νομοθέτηση και άσκηση των κανόνων του δικαίου. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες κι αποφάσεις.
Το ιταλικό Σύνταγμα, προϊόν της αντιφασιστικής πολιτικής ατμόσφαιρας και του πνεύματος ελευθερίας και δικαιοσύνης που ανδρώθηκε με τον αγώνα της Αντίστασης στον φασισμό, κατοχυρώνει για το δικαστικό σύστημα , με πολύ πιο οργανικό και ολοκληρωμένο τρόπο από ό,τι σε άλλα σύγχρονα Συντάγματα, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, δημιουργώντας έναν σκληρό πυρήνα θεσμικού πλουραλισμού που δεν μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κατορθωτό να ξεπεραστεί. Εξόν από μερικές εξαιρέσεις -και τούτο κυρίως στα Μολυβένια Χρόνια του ‘70 (βλέπε νόμος Ρεάλε, ή θεώρημα Καλότζερο) και την κατάσταση εξαίρεσης που το αστικό κράτος είχε επιβάλει για να αντιμετωπίσει τα νεολαιΐστικα, εργατικά κινήματα, με πρόσχημα την τρομοκρατία, που το ίδιο με την Στρατηγική της Κρίσης είχε μεθοδεύσει -ίσαμε σήμερα η ανεξάρτητη δικαιοσύνη στην Ιταλία έχει συμβάλλει σε αποκαλύψεις ή έχει υπερασπισθεί δικαιώματα που θίγονταν και αφορούσαν την αυθαιρεσία του κράτους ή τους παρακρατικούς δεσμούς του με στυγερούς και φαύλους κύκλους.
Έχοντας φιλοδοξία να επιβάλει το νεοφασιστικό σκοταδιστικό της πρόγραμμα, η Μελόνι έχει συγκρουσθεί ευθέως με τη δικαστική εξουσία. Οι ανατροπές που δικαστικές αποφάσεις έχουν δρομολογήσει σε πρωτοβουλίες της για σημαντικές αλλαγές, συνταγματικού τις περισσότερες φορές περιεχομένου, που φιλοδοξούν να αποσπάσουν την εκτελεστική εξουσία πέρα από τα όρια του νόμου, αποτελούν ένα πραγματικό αγκάθι για την νεοφασίστρια ηγέτιδα.
Η δικαστική απόφαση για τα κέντρα κράτησης μεταναστών στην Αλβανία, η μερική αποδοχή της αντισυνταγματικότητας της συνταγματικής τροποποίησης για τη «διαφοροποιημένη αυτονομία» (η οποία αλλοιώνει και καταργεί την αρχή της ισονομίας και της ενότητας του ιταλικού κράτους και του δημόσιου χαρακτήρα του), η αντίθεση στην προσπάθεια μεταβολής του συνταγματικού ρόλου του πρωθυπουργού και του προέδρου (η πρωθυπουργοποίηση του καθεστώτος), οι θετικές κρίσεις για πέντε δημοψηφίσματα για την ιθαγένεια και την εργασία και τα παρελκόμενα της δίωξης της Μελόνι και σημαντικών υπουργών για την υπόθεση Αλ Μάσρι, που αποτελούσε το άκρο άωτο της κυβερνητικής αυθαιρεσίας απέναντι στη νομοθεσία και το διεθνές δίκαιο και τις συμβάσεις, έχουν αποδείξει πως το δικαστικό σώμα εξακολουθεί να αποτελεί έναν σημαντικό εγγυητή για τα ελευθερίες και τα δικαιώματα στην ιταλική κοινωνία.
Ο ορυμαγδός από τις προσβολές που εκτόξευσε η Μελόνι ενάντια στη δικαιοσύνη, για την οποία βουερά διακήρυξε την ανάγκη για συνταγματική μεταρρύθμιση του ρόλου της και οι μεθοδεύσεις της για τη δικαιοσύνη (άρθρο 6 του συνταγματικού νόμου) που θέτει ένα δικονομικό προνόμιο υπέρ των υπουργών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους απλούς πολίτες, πρέπει να ειδοποιηθούν άμεσα για την ύπαρξη έρευνας σε βάρος τους κι οι ωμές αξιώσεις της ασυλίας των πολιτικών από τους συνταγματικούς κανόνες του κράτους δικαίου, αποδεικνύουν πως τα θεσμικά αντίβαρα της δικαιοσύνης εξακολουθούν να αντέχουν.
Ενώπιον αυτής της αντίστασης η Μελόνι από τις 16 Ιανουαρίου κι ακολουθώντας το παράδειγμα της κυβέρνησης του υπό δίωξη Μπερλουσκόνι το 2011, προχώρησε σε άλλη μία «εποχική μεταρρύθμιση», ώστε να τεθεί τέλος στο σκάνδαλο της «διαιρεμένης εξουσίας» και σε μία καταιγίδα από προεδρικά διατάγματα για τη μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα, προκειμένου να παρακάμψει τους σκοπέλους και ν’ ανοίξει μία δίοδο για να καταστήσει υποχείριο της τη δικαιοσύνη.
Παράλληλα, όπως κι ο Τραμπ, μεθοδεύει τη συκοφάντηση του δικαστικού κλάδου. Σε αυτό συνεργούν και οι σύμμαχοί της, όπως ο ηγέτης της ξενοφοβικής Λέγκας Ματέο Σαλβίνι -αμέσως μετά την απαλλαγή του για την υπόθεση Open Arms. Η Εθνική Ένωση Δικαστών έκρουσε δικαιολογημένα τον κώδωνα του κινδύνου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση του υπουργού δικαιοσύνης Νόρντιο και της Μελόνι για το πώς διακυβεύονται οι ανώτατες αρχές που επηρεάζουν την ελευθερία και παραποιεί ένα από τα θεμελιώδη κεφάλαια του Συντάγματος που ορίζει την ταυτότητα της Δημοκρατίας και την περίμετρο του κράτους δικαίου.
Το σκάνδαλο της «διαιρεμένης εξουσίας» (δικαστικής και εκτελεστικής) που επικαλείται η Μελόνι και αγγίζει την ίδια τη φύση και τον χώρο εφαρμογής του νόμου και την αντίληψη του ρόλου του δικαστή και «της δυνατότητας που του δίνεται να προσδίδει νόημα στον νόμο εντός της κοινωνίας (…) και της πολιτικής του διάστασης» οδηγεί σε αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ του πολιτικού κόσμου και της δικαστικής εξουσίας. Θυμίζει εποχές που η πολιτική εξουσία προσπάθησε παντοιοτρόπως (ακόμη και με τις συκοφαντίες για «κόκκινους δικαστές») στην αμφιλεγόμενη περίοδο των κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι. Ή στο σχέδιο να υποταχθεί η άσκηση δικαιοδοσίας στην πολιτική κατεύθυνση το 1981, μετά την ανακάλυψη του ανατρεπτικού «Σχεδίου Δημοκρατικής Αναγέννησης» του αρχιμασόνου της Ρ2 Λίτσιο Τζέλι, που εξήγγειλε μια σκοτεινή προφητεία για την ανατροπή των δημοκρατικών θεσμών. Την οποία μοιάζει σήμερα η Μελόνι και Σία να πασχίζει με όλες της τις δυνάμεις για να εφαρμόσει. Η μεταρρύθμιση των άρθρων του συνταγματικού συστήματος, που εγγυώνται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν έχει να κάνει με τη δικαιοσύνη παρά μόνο εκφράζει τη μισαλλοδοξία της πολιτικής εξουσίας στον έλεγχο της νομιμότητας και ξεσκεπάζει την αυταρχική της παρόρμηση.
Βέβαια, τούτη η συζήτηση για το ποια είναι εκείνη η αρχή, η εκτελεστική ή η δικαστική, που κατέχει τα πρωτεία στη συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους έχει από παλιά ρίζες στη φιλοσοφία του δικαίου. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σήμερα διεξάγεται αυτός ο αγώνας, ανάμεσα σε μία εξουσία με απολυταρχικές και πέραν του νόμου βλέψεις και τη δικαιοσύνη στον ρόλο εγγυητή έστω και των ελάχιστων αρχών δικαίου, θυμίζει την αντιπαράθεση στις αρχές της δεκαετίας του 1930, που έφερε αντιμέτωπους τον γνωστό νομομαθή Αυστριακό Χανς Κέλσεν (που πολιτογραφήθηκε Αμερικανός διαφεύγοντας από τον ναζισμό) και τον Γερμανό Καρλ Σμιτ, ο οποίος έμελλε να γίνει ο κύριος νομικός απολογητής του χιτλερικού καθεστώτος, με τις θεωρίες του για τον «νόμο της Γης», του «εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού», τη μορφή του «ηγέτη» και τη συγκρότηση της «πολιτικής θεολογίας». Ο εισηγητής του Θετικού Δικαίου Κέλσεν υποστήριζε την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου συνταγματικού δικαστηρίου και διεκήρυσσε πως ό,τι κι αν συμβεί, «πρέπει κανείς να συμπεριφέρεται όπως προβλέπει το Σύνταγμα» (Pure Theory of Law, 1934). Σε αντίθεση με τον Σμιτ («Θεωρία του Συντάγματος» του 1928)που θεωρούσε πως οι νόμοι οφείλουν να υποτάσσονται στην πολιτική, γιατί το να βεβαιώνει κανείς ότι «δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά οι κανόνες και οι νόμοι που πρέπει να κυριαρχούν και να είναι ‘κυρίαρχοι’ είναι παράλογο». Κατ’ αυτόν, «ένα σύνταγμα είναι έγκυρο επειδή πηγάζει από μια συντακτική εξουσία (pouvoir constituant –δηλαδή μια ανώτατη αρχή ή αυταρχική εξουσία) και θεμελιώνεται από αυτήν» . Έτσι, το αυθεντικό σύνταγμα, σύμφωνα με τον Σμιτ, «βασίζεται σε μια πολιτική απόφαση» με τη μορφή μιας «βούλησης» κι η προέλευσή του δεν είναι «ένας ηθικός ή νομικός κανόνας», αλλά μια κατεξοχήν πολιτική πράξη. Η πολιτική νομιμότητα είναι ανώτερη από τη συνταγματική νομιμότητα. Αυτό ακριβώς που υπονοούν οι Βανς και Μελόνι, επικαλούμενοι διαρκώς τη «βούληση του λαού», δηλ. τους ψηφοφόρους τους κι εννοώντας την ολιγαρχική (κι επιχειρηματική) ομάδα που συγκεντρώνεται γύρω από τις κυβερνήσεις τους.
Στην απολυταρχική έμπνευση του Συντάγματος που διακονούσε ο Σμιτ, που υποτιθέμενα βασίζεται στην βούληση του λαού και την αποφασιστικότητα κι απόφαση του ηγέτη θα πρέπει, μιας και μιλάμε και για τις ΗΠΑ, να προσθέσουμε και τη διάσταση που έδινε ο Γάλλος φιλόσοφος Aλέξις ντε Τοκβίλ στη συγκριτική του μελέτη για τη λειτουργία των πολιτευμάτων ανάμεσα στις δύο ηπείρους (Ευρώπη κι Αμερική).
Στο αξεπέραστο έργο του για την αμερικανική δημοκρατία, που παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρο μιας και το Σύνταγμα της χώρας αυτής κι οι αρχές του παραμένουν στην πρώτη αναθεώρητη μορφή τους εν ισχύι, ιδιαίτερα πέρα από τις ατομικές ελευθερίες και τον τρόπο που οργανώνεται η κοινωνία γύρω από τις εγγυήσεις απέναντί τους, τον συναρπάζει ιδιαίτερα ο κίνδυνος του «απολιτικού» και ακόμη περισσότερο η «τυραννία της πλειοψηφίας». Ο Τοκβίλ επεσήμαινε πως «αυτό για το οποίο κατακρίνω περισσότερο τη δημοκρατική κυβέρνηση, όπως έχει οργανωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι, όπως πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη ισχυρίζονται, η αδυναμία της, αλλά αντίθετα η δύναμη της. Και αυτό που με απωθεί περισσότερο για την Αμερική δεν είναι η ακραία ελευθερία που βασιλεύει εκεί, αλλά οι λίγες εγγυήσεις που βρίσκει κανείς εκεί ενάντια στην τυραννία».
Στο όνομα αυτής της πλειοψηφίας που τους εξέλεξε ή τους αναδεικνύει, μεθοδεύουν οι Τραμπ, η Μελόνι, ο Μιλέι, η Λεπέν και όλοι οι ακροδεξιοί και νεοφασίστες την επίθεσή τους στην κοινωνία μέσα από την υπονόμευση του κράτους δικαίου και της συνταγματικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων κι ελευθεριών των πολιτών. Η επικράτηση της Σμιτιανής αντίληψης για το Σύνταγμα και την in extemis ισχύ των νόμων που η πολιτική εξουσία επιβάλλει ανάλογα με τη βούλησή της, απέναντι στην απαρέγκλιτη εμμονή κι εφαρμογή στη συνταγματική νομιμότητα, που διακύρυττε ο Κέλσεν, ιστορικά γνωρίζουμε τι συνέβη στη δεκαετία του ‘30. Μένει να δούμε εάν η δικαστική εξουσία, αλλά και η vox populi υπέρ της ελευθερίας και των δικαιωμάτων θα αντισταθεί στην αυθαίρετη επιβολή των κανόνων και των νόμων που θα εκφράζει μία σκοταδιστική και ανελεύθερη εκτελεστική εξουσία.
Πηγή: kosmodromio.gr
- Τελευταια
- Δημοφιλή