Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου 2020 07:52

Ασφαλιστικό – εφαρμοστικό των Μνημονίων

Γράφτηκε από τον

841896f78e48b6ad5be602415c0f36bb_S.jpg

των Σ. Ρομπόλη και Γ. Μπέτση

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ  ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΜΕ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ  ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΟΤΙΚΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ

Του Σάββα  Γ. Ρομπόλη Ομ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου      

Βασίλειου Γ. Μπέτση, Υποψ.Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου

1.ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Διερευνώντας  τις  σύγχρονες  εξελίξεις  της  κοινωνικής  ασφάλισης  στην  Ελλάδα  και  την  Ευρωπαϊκή  Ένωση, στο πλαίσιο  μίας  μεθοδολογικής  προσέγγισης από  το  γενικό στο ειδικό και το συγκεκριμένο  για  τις  πρόσφατες   κοινωνικο-ασφαλιστικές  εξελίξεις  στην  Ελλάδα, επικεντρώνονται, μεταξύ  των  άλλων,  οι  επεξεργασίες  και  οι  προβληματισμοί  μας  στις  παρακάτω  ενότητες.

2. ΤΑ  ΔΕΔΟΜΕΝΑ

2.1. Από  την  δεκαετία  ιδιαίτερα  του  1990  σε  διεθνές  και  ευρωπαϊκό  επίπεδο,  οι  ασκούμενες  οικονομικές  και  κοινωνικο-ασφαλιστικές  πολιτικές  εμπνεόμενες  από την  Παγκόσμια  Τράπεζα  και  το  ΔΝΤ,  επιδιώκοντας  την  αποδέσμευση  τους  από  το  μεταπολεμικό  κοινωνικό  συμβόλαιο,  επικεντρώθηκαν, κατά  βάση,  στο  στόχο  της  βιωσιμότητας  των  συνταξιοδοτικών  τους  συστημάτων  με  μέτρα  πολιτικής  που  αναφέρονται  στην  αύξηση  των  ορίων  ηλικίας  συνταξιοδότησης, την  μείωση  των  ποσοστών  αναπλήρωσης  και των  συντάξεων, την  ultra-κεφαλαιοποίηση  και  ιδιωτικοποίηση  των  κοινωνικο-ασφαλιστικών  συστημάτων,  την  κατάτμηση  της  ενότητας  της  συνταξιοδοτικής  παροχής, κ.λ.π. Στις  συνθήκες  αυτές  το  σύστημα  κοινωνικής  προστασίας  μετασχηματίζεται  σε  δημοσιονομικό  ζήτημα  της  ασκούμενης  οικονομικής  πολιτικής  από   αναδιανεμητικό (σε  είδος  και  σε  χρήμα) θεσμό  κοινωνικής   αναπαραγωγής  με  συμβολή,  στον  βαθμό  που τον αφορά,  στην διεύρυνση  της  αναπτυξιακής  διαδικασίας  των  οικονομιών  και  της  κοινωνικής  συνοχής  τους.

2.2.Όμως, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οι εφαρμοζόμενες  κοινωνικο-ασφαλιστικές πολιτικές, κατά την διάρκεια, ιδιαίτερα, των  τελευταίων  τριάντα  ετών, συνέβαλαν, μεταξύ  των  άλλων,  στην  αύξηση  του  αριθμού  των  φτωχών  συνταξιούχων, υπονόμευσαν  σε  σημαντικό  βαθμό  τον  ρόλο  και  τους  στόχους  των  συνταξιοδοτικών  συστημάτων  στα  κράτη-μέλη  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης,  μετασχηματίζοντας  σταδιακά  το  κράτος-πρόνοιας  σε κράτος-φιλανθρωπίας, το οποίο διευρύνεται με την αύξηση των  κοινωνικών  και εισοδηματικών ανισοτήτων, σε βαθμό που  να  συρρικνώνεται  ανησυχητικά  το  κοινωνικό  κράτος  και  η  φιλανθρωπία  ως  «σύμπτωμα  των  ανισοτήτων  που  δημιουργούν  οι  ασκούμενες  νεοφιλελεύθερες  πολιτικές  να  εξελίσσεται  ως  αυτοάνοσο  του  νεοφιλελευθερισμού».

2.3.Έτσι,  σήμερα  σε  διεθνές  και  ευρωπαϊκό  επίπεδο  στα  συνταξιοδοτικά  συστήματα  δεν  κυριαρχεί  το  πνεύμα  αλληλεγγύης  και  της  ισότητας  μεταξύ  και  εντός  των  γενεών,  της  αναλογικότητας,  της  εγγύησης  επαρκών  συνταξιοδοτικών  συστημάτων, της  συγκρότησης  ενός  κοινωνικού  κράτους  ως  μέρους  της  ασκούμενης  αναπτυξιακής  και  κοινωνικής  πολιτικής που  θα  επιτρέπει  ένα  αξιοπρεπές  βιοτικό  επίπεδο  και  ταυτόχρονα  θα  αποτρέπει  την  φτώχεια    του  συνταξιοδοτικού  πληθυσμού  σε    απόλυτο  επίπεδο. Είναι  ενδιαφέρον  στο  σημείο  αυτό  να  υπογραμμισθεί  ότι  για  παράδειγμα  στην  Γερμανία, την πιο  εύρωστη  οικονομία  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης,  το  2018  το  51,4% ( 9,3 εκατομ.  από  τα  18  εκατομ.  άτομα)  των  συνταξιούχων  ελάμβανε  μηνιαία  σύνταξη  κάτω  των  900  ευρώ (όριο  φτώχειας  της  Γερμανίας  999  ευρώ  τον  μήνα)  και  το  58,6%  ελάμβανε  μηνιαία  σύνταξη  κάτω  των  1.000  ευρώ.

2.4.Παράλληλα,  κατά  την  διάρκεια  των  τελευταίων  τριάντα  ετών, παρατηρείται  σε  ευρωπαϊκό  επίπεδο  η  ανάπτυξη ενός  δυϊσμού  στις  στρατηγικές  και  τις  ασκούμενες  πολιτικές  κοινωνικής  προστασίας  μεταξύ  των  βόρειων  και  των  νότιων  κρατών-μελών. Πιο  συγκεκριμένα,  στις  βόρειες  χώρες,  οι  ασκούμενες  κοινωνικο-ασφαλιστικές  πολιτικές  επικεντρώθηκαν  σε  παραμετρικές αλλαγές (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αύξηση  εισφορών, μειώσεις  σε  ποσοστά  αναπλήρωσης, κ.λ.π.)  και όχι  σε  πολιτικές  αλλαγής του χαρακτήρα του ΣΚΑ (διανεμητικό σύστημα και αλλαγή της  διάρθρωσης των κατηγοριών της συνταξιοδοτικής παροχής) που  παρατηρούνται να  εφαρμόζονται, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία στις  νότιες  χώρες  της  Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κεντρικός  στόχος  των  αλλαγών  στις  βόρειες  χώρες ήταν και είναι η μείωση ή η μακροχρόνια στασιμότητα της  συνταξιοδοτικής  δαπάνης,  προκειμένου  να  χρηματοδοτηθούν  οι  επιπτώσεις  από  την  γήρανση  του  πληθυσμού, την αύξηση  του  προσδόκιμου  ζωής (ένα  έτος την δεκαετία)  και  την  ευελιξία  της  απασχόλησης,  του  χρόνου  εργασίας,  των  εισοδημάτων, κ.λ.π. Έτσι σήμερα στις βόρειες  χώρες  (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, κ.λ.π.)  διαπιστώνεται ότι  η  διάρθρωση  του  ΣΚΑ  αντιστοιχεί  σε 70% στον διανεμητικό-κοινωνικό του χαρακτήρα και 30% στο  κεφαλαιοποιητικό- εξατομικευμένο  χαρακτήρα  του.

2.5.Αντίθετα,  στην  Ελλάδα οι  αλλαγές  που  σημειώθηκαν   από  το  2010  μέχρι  σήμερα (2020)  είναι  σε  εντελώς  διαφορετική  κατεύθυνση,  με  την  έννοια  ότι εκτός των παραμετρικών αλλαγών, όπως προκύπτει εκ  του  αποτελέσματος, σημειώθηκαν και  αλλαγές  στην  διάρθρωση  της  συνταξιοδοτικής  παροχής  με  την  κατάτμηση  της  ενότητας  της (εθνική-ανταποδοτική).

2.6.Παράλληλα,  σε  θεωρητικό  και  εννοιολογικό  αλλά  και  σε  εμπειρικό  επίπεδο  από  το πρώτο  Μνημόνιο  μέχρι  σήμερα,  οι  καταβαλλόμενες  ασφαλιστικές  εισφορές θεωρούνται  ως  οιονεί  φορολογία, στερώντας  κατ΄ αυτόν  από  τις  ασφαλιστικές  εισφορές τον  αναλογικό  και  ανταποδοτικό  τους χαρακτήρα  όπως  συμβαίνει  με  την  φορολογία. Έτσι,  από  το  2010  μέχρι  σήμερα, μεταξύ  των  άλλων,  αυξήθηκαν  τα  όρια  ηλικίας  στο  επίπεδο  των  67  ετών  με  15  έτη  ασφάλισης ή των 62 ετών με 40 έτη ασφάλισης. Επιπλέον, τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης συνδέθηκαν με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και από το 2021 θα αυξάνονται κατά ένα έτος εάν δεν  καταργηθεί η σχετική διάταξη. Επιπλέον  σήμερα,  σε  επίπεδο  χαρακτήρα  του  ΣΚΑ στην  Ελλάδα η επικουρική σύνταξη μετατράπηκε από διανεμητικό-κοινωνικό  σύστημα  σε εξατομικευμένο σύστημα νοητής  κεφαλαιοποίησης.

2.7.Το  επιχείρημα  των  δανειστών  από  το  πρώτο  Μνημόνιο,  σε  συνδυασμό  με  την  ψυχαναγκαστική  εμμονή  τους,  κατά  πολλούς, ότι  οι  συνταξιοδοτικές  δαπάνες (κύρια  και  επικουρική  ασφάλιση)  ήταν  υψηλές  και  η  πιστή  υλοποίηση  αυτής  της  αντίληψης  μείωσης  τους,  στο  πλαίσιο  των  πολιτικών  εσωτερικής  υποτίμησης-λιτότητας, από  τις  ελληνικές  κυβερνήσεις, οδήγησε, όπως  προκύπτει  εκ  του  αποτελέσματος, την  ελληνική  οικονομία  σε  πλήρη  καθίζηση  και  τους  εργαζόμενους  και  τους  συνταξιούχους  σε  δεκαετή  2010-2020)  φτωχοποίηση (45% μεσοσταθμική  μείωση  των  συντάξεων  κατά  45%-63 δισεκατ. Ευρώ) και  με  δυναμική  δυσμενών  ή  στάσιμων  προοπτικών.

2.8. Στο  πλαίσιο  αυτό,  αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  η συνταξιοδοτική  δαπάνη (κύρια και επικουρική σύνταξη) το 2009 ήταν 13,5% (30 δις ευρώ), αντιστοιχώντας  σε  αριθμό  συνταξιούχων  2.638.000  ατόμων,  ενώ  το  2070  η  συνταξιοδοτική δαπάνη  λαμβάνοντας  υπόψη  στους  υπολογισμούς  μας  και  το  πρόσφατο  ασφαλιστικό  νομοσχέδιο  θα  διαμορφωθεί  στο  επίπεδο του  12% του ΑΕΠ (34 δις ευρώ), αντιστοιχώντας  σε  αριθμό  συνταξιούχων 2.410.000  ατόμων. Έτσι,  το  2070  το  επίπεδο  της  κύριας   και  επικουρικής  σύνταξης  θα  είναι   1.150  ευρώ μεικτά σε  σταθερές  τιμές ( 52%   συνολικός  συντελεστής  αναπλήρωσης  από  75%  το  2009. Έτσι, η σχέση  συνταξιοδοτικής  δαπάνης προς  ΑΕΠ  διαμορφώνεται  από  12,5%  του ΑΕΠ  το  2008,  σε  13,5%  του ΑΕΠ  το  2009,  σε  17,3%  του  ΑΕΠ  το  2016,  σε  17,1%  του  ΑΕΠ  το  2017,  σε  16,3%  του  ΑΕΠ το  2018  και  σε  12% του  ΑΕΠ  το  2070,  ποσοστό  πολύ  κατώτερο  από  το  ανώτερο  πλαφόν  του  16,2%  του  ΑΕΠ,  γεγονός  που  επιτρέπει    μία  σταδιακή  αύξηση  των  συνταξιοδοτικών παροχών   κατά  τα  επόμενα  χρόνια,  τουλάχιστον  κατά  τέσσερις   ποσοστιαίες  μονάδες. Ακριβώς μία  τέτοια  αυξητική  προοπτική  των  συνταξιοδοτικών  παροχών  λείπει  από  το  πρόσφατο  ασφαλιστικό  νομοσχέδιο,  δεδομένου  ότι   όπως  προβλέπεται από το 2023  και  μετά  οι  αυξήσεις,  σε  συνθήκες   ήπιων  ρυθμών  αύξησης  του  ΑΕΠ  και  χαμηλού  πληθωρισμού,  δεν  θα  υπερβαίνουν  το   χαμηλό  ποσοστό  αύξησης  του  πληθωρισμού,  συντελώντας κατ΄αυτόν τον τρόπο  στην  πραγματική  μείωση  των  εισοδημάτων  από  συντάξεις.

2.9.Όμως,  δεν  μπορεί να   μείνει  ασχολίαστη  η  προαναφερόμενη  αντίφαση  αύξησης  της  συνταξιοδοτικής  δαπάνης  παρά  το  γεγονός  της  συντριπτικής  μείωσης  κατά  45%  του  επιπέδου  των  συντάξεων,  γεγονός  που  εμπεριέχει  και   το  αδιέξοδο  των  ασκούμενων  Μνημονιακών  πολιτικών. Το  ερώτημα  επομένως  είναι: Ποιοι  είναι  οι  λόγοι  που  εξηγούν  αυτή  την  αντίφαση; Είναι: α) η  μείωση  του  παρανομαστή  του  κλάσματος, δηλαδή  του  ΑΕΠ  κατά  27% , λόγω  των  Μνημονιακών  πολιτικών  της  εσωτερικής  υποτίμησης  και  λιτότητας, β)  η  εκρηκτική  αύξηση  της  ανεργίας (1.500.000 άτομα- 28,5%  του  εργατικού  δυναμικού)  για  τους  ίδιους  προαναφερόμενους  λόγους, και  γ) η  σημαντική  αύξηση  του  αριθμού των  συνταξιοδοτήσεων ( από  40.000   άτομα  τον χρόνο  μέχρι  το  2009  σε  120.000  άτομα  τον  χρόνο)  που  εκτόξευσαν  την  συνταξιοδοτική  δαπάνη  παρά την μείωση  των  συντάξεων. Έτσι,  το  αδιέξοδο  αυτό  των  Μνημονιακών  πολιτικών  στα  οικονομικά  της  κοινωνικής  ασφάλισης  οδήγησε    τους  δανειστές  και  τις  ελληνικές  κυβερνήσεις  στην  διαδοχική  εφαρμογή  περιοριστικών  και  αντισυνταγματικών, κατά  το  ΣτΕ,  κοινωνικο-ασφαλιστικών  πολιτικών  και  τους  συνταξιούχους  σε  δυσμενή  εισοδηματική  κατάσταση.  

3.      ΤΙ  ΦΕΡΝΕΙ  ΤΟ  ΠΡΟΣΦΑΤΟ  ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ  ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ

3.1.  Η  ένταξη  του  ΕΤΕΑΕΠ  στον  ΕΦΚΑ,  με  την  διατήρηση  της  λογιστικής  αυτοτέλειας  των  κλάδων  του  ΕΤΕΑΕΠ (Επικουρική, Εφάπαξ)  θα  δημιουργήσει  βραχυ-μεσοπρόθεσμα περισσότερα λειτουργικά  προβλήματα  απ΄ότι  επιδιώκει  να  λύσει,  δεδομένου  της  έλλειψης  προετοιμασίας  που  απαιτεί  ένα  τέτοιο  εγχείρημα  ενοποίησης, με  αποτέλεσμα  να  μην  αντιμετωπίζεται  το  σημερινό  πρόβλημα  καθυστέρησης  στην   έκδοση  των  συνταξιοδοτικών  παροχών.      

3.2. Η  διαδικασία  ψηφιοποίησης  του  ΕΦΚΑ  αποτελεί  ηλεκτρονική  συνέχεια  της  ενοποίησης  των  κοινωνικο-ασφαλιστικών  φορέων  που  εντάχθηκαν  στον  ΕΦΚΑ με τον Ν.4387/16. Παράλληλα, το Νομοσχέδιο προβλέπει την   απλοποίηση της διαδικασίας στην διαδοχική ασφάλιση  για την  λήψη  σύνταξης  από τον  τελευταίο  φορέα. 

3.3. Οι  αυξήσεις  των  επικουρικών  συντάξεων  αφορούν  τους  συνταξιούχους  πριν τον Ν.4387/16 και συγκεκριμενοποιούνται μόνο στους  συνταξιούχους (250.000 περίπου) που  είχαν  άθροισμα  κύριας  και  επικουρικής  σύνταξης  πάνω  από  1.300  ευρώ  τον  μήνα  και  είδαν  τις  συντάξεις  τους  να  μειώνονται  μέχρι  και  50%. Η  σχετική  δαπάνη  εκτιμάται  σε  300  εκατομ.  ευρώ  το  έτος (μέση  μηνιαία  αύξηση  99  ευρώ)  και  100  εκατομ.  ευρώ  για τα  αναδρομικά. Η  δαπάνη  αυτή,  στο  πλαίσιο  του  ουδέτερου  δημοσιονομικού  αποτελέσματος  που  επιβάλλουν  οι  δανειστές  θα  χρηματοδοτηθεί  από την  κατάργηση της ελλειπούς (μέχρι 500 ευρώ το 100% του ποσού της 13ης  σύνταξης σε  τέσσερις  στις  δέκα  συντάξεις)  13ης  σύνταξης (971  εκατομ.  ευρώ  το  2019).

3.4. Η αύξηση  των   νέων  ποσοστών  αναπλήρωσης  επικεντρώνονται  ιδιαίτερα  από  τα  30  έτη  ασφάλισης (1,98%)  μέχρι  τα  40  έτη  ασφάλισης (2,55%). Έτσι, με  35  έτη  ασφάλισης  το  σωρευτικό  ποσοστό  αναπλήρωσης   μόνο  για  το  ανταποδοτικό  τμήμα  της  σύνταξης  από  33,81%  αυξάνεται  σε  37,31%.  Στα  40 έτη ασφάλισης, το σωρευτικό  ποσοστό  αναπλήρωσης   για το  ανταποδοτικό  τμήμα  της  σύνταξης  από  42,80%  αυξάνεται  σε  50,01%.  Είναι  δηλαδή  αυξημένο  κατά 7,21  ποσοστιαίες  μονάδες. Όμως,  μετά τα  40  έτη  ασφάλισης  το ποσοστό  αναπλήρωσης ορίζεται, χωρίς  να  είναι  κατανοητή  αυτή  η  επιλογή, σε  0,5% γεγονός που μειώνει σημαντικά την ανταποδοτικότητα των εισφορών και παροχών για ασφαλισμένους που θα έχουν εργαστεί για περισσότερα από 40 έτη.

3.5.  Η  αύξηση  της  σύνταξης  κλιμακώνεται  όσο  προστίθενται  έτη  ασφάλισης  και  καταβαλλόμενων  εισφορών  ιδιαίτερα  πάνω  από  30  έτη  ασφάλισης. Έτσι, για παράδειγμα με  35  έτη  ασφάλισης  και  με  1.000  ευρώ  συντάξιμες  αποδοχές  ελάμβανε  με  τον Ν.4387/16  ανταποδοτική  σύνταξη  338  ευρώ τον μήνα  και  με  τα  νέα  ποσοστά  αναπλήρωσης  του  πρόσφατου  νομοσχεδίου  θα  λάβει  373  ευρώ,  δηλαδή  μία  αύξηση  των  35  ευρώ  τον  μήνα (10,5%). Με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές (1.000 ευρώ τον μήνα) και με 40 έτη  ασφάλισης  ελάμβανε  με τον Ν.4387/16  ανταποδοτική  σύνταξη  428  ευρώ  τον μήνα και με τα  νέα  ποσοστά  αναπλήρωσης  του  πρόσφατου  νομοσχεδίου  θα  λάβει  500  ευρώ  τον  μήνα, δηλαδή  μία  αύξηση  των  72  ευρώ  τον  μήνα (16,8%). Όμως,  οι  απώλειες  των  συγκεκριμένων  συνταξιούχων  μετά  τον  Ν.4387/16 (70.000  άτομα)  σε  σχέση  με  τους  παλαιούς  ανέρχονται  σε  40%, ενώ με  τα  νέα  ποσοστά  αναπλήρωσης  του  πρόσφατου  νομοσχεδίου  προβλέπονται  αυξήσεις  16,8%  με  40  έτη  ασφάλισης  και  10,5%  με  35  χρόνια  ασφάλισης.

3.6. Για  τους  ελεύθερους   επαγγελματίες  και  αυτοαπασχολούμενους,  προβλέπεται  το  σύστημα  των  ασφαλιστικών  κλάσεων  με  6+1  επίπεδα  ασφάλισης   για την  καταβολή  των  ασφαλιστικών  τους  εισφορών  ελεύθερης  επιλογής.  Πιο  συγκεκριμένα,  προβλέπεται  ως  κατώτερη μηνιαία  ασφαλιστική  εισφορά  τα  210  ευρώ  και  ως  ανώτερη τα 566  ευρώ τον  μήνα. Ειδικότερα  για τους  νέους  ελεύθερους  επαγγελματίες και  αυτοαπασχολούμενους κατά  τα πρώτα πέντε έτη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας  θα  καταβάλλουν  μηνιαία  ασφαλιστική  εισφορά  126  ευρώ.

3.7.  Για  τους  αγρότες  οι  ασφαλιστικές  εισφορές  είναι  χαμηλότερες  από  τους  ελεύθερους  επαγγελματίες  και   τους  αυτοαπασχολούμενους  δεδομένου ότι  η  κατώτερη   μηνιαία  ασφαλιστική  εισφορά  ανέρχεται  στα  121  ευρώ  και  η  ανώτερη  ανέρχεται σε 324  ευρώ  τον  μήνα  για  το  2020. Όμως,  για  το  90% των ελεύθερων επαγγελματιών  και  των  αυτοαπασχολουμένων,  προβλέπεται  αύξηση κατά 20% στις  ασφαλιστικές  εισφορές  τους, με  αποτέλεσμα  όσοι  από τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους με υψηλά  εισοδήματα  επιλέξουν  την  χαμηλή  ασφαλιστική κλάση θα  προσανατολισθούν  σε  χαμηλή  σύνταξη  ή  στην  ιδιωτική  ασφάλιση (ασφαλιστικές  εταιρείες).

3.8. Αντίθετα, όσοι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι  επιθυμούν για παράδειγμα να εξασφαλίσουν σύνταξη (εθνική και  ανταποδοτική)  άνω  των 1.000  ευρώ  μεικτά  με  35 έως  40  έτη  ασφάλισης  απαιτείται  να  καταβάλλουν  ασφαλιστικές  εισφορές  από  την 4η  ασφαλιστική  κλάση  και πάνω, δηλαδή  297  ευρώ  τον  μήνα. Όσοι  όμως  επιλέξουν  να  καταβάλλουν  την  ελάχιστη  ασφαλιστική  εισφορά  ύψους  155  ευρώ  τον  μήνα, θα  λάβουν  μετά  από  40 χρόνια  σύνταξη (εθνική  και  ανταποδοτική) 779  ευρώ μεικτά. Τέλος, όσοι  επιλέξουν  την  ανώτατη   ασφαλιστική   κλάση  (500  ευρώ τον  μήνα) με  40  έτη  ασφάλισης  θα  λάβουν  σύνταξη (εθνική  και  ανταποδοτική)  1.659  ευρώ  μεικτά.

 3.9. Έτσι,   συγκρίνοντας   την  ανταποδοτικότητα    εισφορών-παροχών  των  μισθωτών με αυτή των ελεύθερων επαγγελματιών και των  αυτοαπασχολουμένων   με  τις νέες  ασφαλιστικές  κλάσεις  και  την  ελεύθερη  επιλογή  τους,  σύμφωνα  με  τους  υπολογισμούς   μας,  στη  περίπτωση  των  35  ετών  ασφάλισης  ο  μισθωτός  θα  χρηματοδοτεί   με  12  ευρώ (ασφάλιση  του  ελεύθερου  επαγγελματία  στην  πρώτη  ασφαλιστική  κλαση)    την  πλήρη  ανταποδοτικότητα  των  ελεύθερων  επαγγελματιών  και  για  40  έτη  ασφάλισης  ο  μισθωτός  θα  χρηματοδοτεί  με  18  ευρώ  τον μήνα (ασφάλιση  ελεύθερου  επαγγελματία  στην  πρώτη  κλάση), με  19  ευρώ (ασφάλιση  στην  τρίτη  κλάση)  και  με  21  ευρώ  (ασφάλιση  στην  έκτη  κλάση), την  υπερ-αναλογικότητα των ελεύθερων επαγγελματιών  και  των  αυτοαπασχολουμένων. Έτσι, εγκαθιδρύονται συνθήκες ανισοτήτων στην  ανταποδοτικότητα  εισφορών-παροχών  μεταξύ  των  δύο  αυτών  εργασιακών  κατηγοριών (μισθωτών  και  ελεύθερων  επαγγελματιών)  κι΄  αυτό  γιατί, κατά  βάση, οι  μισθωτοί    και  οι  εργοδότες  τους  θα  καταβάλλουν  ως  ασφαλιστική  εισφορά  για  κύρια  σύνταξη  20%  του  μισθού  τους  για  14  φορές  τον  χρόνο.

     3.10. Στην  περίπτωση  παράλληλης  ασφάλισης  προβλέπεται  ότι  εάν  το  ποσό  της  μηνιαίας   ασφαλιστικής   εισφοράς  από  την μισθωτή  εργασία  υπερβαίνει  το  ποσό  της  2ης  ασφαλιστικής   κατηγορίας  (262  ευρώ), τότε  δεν  υπάρχει  καμμία  υποχρέωση  καταβολής  ασφαλιστικής  εισφοράς. Εάν  όμως  το  ποσό  της  ασφαλιστικής εισφοράς  από  μισθωτή  εργασία  είναι κάτω  των  262  ευρώ, τότε καταβάλλεται  ως  ασφαλιστική  εισφορά  λόγω  της παράλληλης  απασχόλησης  η  διαφορά.

3.11. Για  την  απασχόληση  των  συνταξιούχων,  το  πρόσφατο  ασφαλιστικό  νομοσχέδιο  προβλέπει  ότι  σε  περίπτωση  απασχόλησης  συνταξιούχου  μειώνεται  η  σύνταξη  του  από  60% (Ν.4387/16)  σε  30%. Εξαιρούνται  αυτής  της  μείωσης  οι  αγρότες  και  οι  εργαζόμενοι  συνταξιούχοι  σε  φορείς  της  γενικής  κυβέρνησης  στους  οποίους  συγκαταλέγονται  οι  μετακλητοί  σε  Υπουργεία  και  κυβερνητικές  θέσεις.

3.12.  Για  την  μείωση  των  ασφαλιστικών  εισφορών  για  τους  μισθωτούς,  προβλέπεται  η  μείωση  τους  από  1/6/2020  κατά  0,75 ποσοστιαίες μονάδες (0,45  εργοδότη  και  0,27  εργαζόμενου) η  οποία  προβληματίζει,  δεδομένου  ότι  μειώνονται  έσοδα  από τον  λογαριασμό  ανεργίας του  Προϋπολογισμού  του  ΟΑΕΔ   κατά  0,15 ποσοστιαίες μονάδες  δεδομένου  ότι  μειώνονται  έσοδα  από  τον  Ενιαίο Λογαριασμό  για την  εφαρμογή  κοινωνικών  πολιτικών (ΕΛΕΚΠ)  από  τον  Προϋπολογισμό  του ΟΑΕΔ.

 3.13.  Είναι  ενδιαφέρον  να  σημειωθεί  ότι  για τους  ελεύθερους  επαγγελματίες  και  τους  αυτοαπασχολούμενους  της  πρώτης  πενταετίας  η   μηνιαία  ασφαλιστική  εισφορά  για την Υγεία  είναι  55  ευρώ  και  για τους πέραν  της  πενταετίας  είναι  66  ευρώ, ενώ  για τους  μισθωτούς  και  τους  συνταξιούχους  είναι  7%  του  μηνιαίου  εισοδήματος  τους. Αυτό  σημαίνει  ότι  οι  μισθωτοί  και  οι  συνταξιούχοι  με  ασφαλιστέο  μηνιαίο  εισόδημα  άνω  των  900  ευρώ  θα  χρηματοδοτούν  την  ασφάλιση  υγείας  σε  είδος  και  σε  χρήμα  και  των  ελεύθερων  επαγγελματιών.

3.14.  Mε  άλλα  λόγια,  οι  παρατηρούμενες  ανισότητες  μεταξύ  των  ελεύθερων  επαγγελματιών- αυτοαπασχολουμένων   και  των  μισθωτών  του  ιδιωτικού  τομέα  στο  επίπεδο  των  κύριων  συντάξεων  και  των παροχών  υγείας,  υπονομεύουν  με  τον  πιο  εύληπτο  τρόπο  την  αρχή  της  ισότητας  της  κοινωνικής  ασφάλισης  και  της  ασφάλισης  υγείας. Επιπρόσθετα, η  μείωση  των  συντελεστών  στην  κλίμακα  φορολογίας  εισοδήματος  για  τους  ελεύθερους  επαγγελματίες, τις  ατομικές  και  προσωπικές  επιχειρήσεις  θα  ωθήσουν  τους  μισθωτούς  να  επιλέξουν (π.χ. Δελτίο παροχής υπηρεσιών)  τη σύναψη  ατομικών  συμβάσεων  εργασίας, αυξάνοντας  τις  ευέλικτες μορφές απασχόλησης και συμβάλλοντας στην περαιτέρω  αποδιάρθρωση  της  αγοράς  εργασίας, με  ό,τι αυτό  αρνητικά  συνεπάγεται  για  το  επίπεδο  της  κοινωνικής  αλληλεγγύης  και  της  κοινωνικής  συνοχής  στην  χώρα  μας.

4.      ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η  προαναφερόμενη επεξεργασία του γενικού και του ειδικού πεδίου της  προσέγγισης  μας,  οδηγεί  στην  ανάδειξη  των  παρακάτω  συμπερασμάτων.

4.1.  Η  στρατηγική  του  μετασχηματισμού  του  κράτους-πρόνοιας  σε  κράτος  φιλανθρωπίας  και  του  αναδιανεμητικού-κοινωνικού  χαρακτήρα  του  ΣΚΑ  σε  δημοσιονομική  πλευρά  της  οικονομικής  πολιτικής,  διεισδύει  στους  αρμούς    και  του  πρόσφατου νομοσχεδίου  για  την  κοινωνική  ασφάλιση  στην  Ελλάδα. Στην  κατεύθυνση αυτή, το νομοσχέδιο αποτελεί ουσιαστικά μία παρέμβαση  συμμόρφωσης και προσαρμογής στις αποφάσεις (4/10/2020) του ΣτΕ,    αντιμετωπίζοντας, κατά βάση, τις παρατηρούμενες ανισορροπίες και την  αντισυνταγματικότητα,  με  όρους  ανισοτήτων,  δημοσιονομικής  βιωσιμότητας  σε  βάρος  της  κοινωνικής  αποτελεσματικότητας  και  της  βελτίωσης  του  βιοτικού  επιπέδου  των  συνταξιούχων.

 4.2. Στις  συνθήκες  αυτές   το  Νομοσχέδιο  δεν  αποτελεί  μεταρρυθμιστική  παρέμβαση. Αντίθετα,  αποτελεί  μία  ακόμη  διευθετικού  και  εφαρμοστικού  χαρακτήρα  παρέμβαση  στο  πλαίσιο  των  κατευθύνσεων  των  τριών Μνημονίων  και  των  δανειστών, σε  βαθμό  που  οι  εναλλακτικής  πολιτικής  κοινωνικο-ασφαλιστικές  επιλογές  να  είναι  ανύπαρκτες. Στο  πλαίσιο  αυτό  αποτελεί  ένα  Νομοσχέδιο  περιορισμένων,  ακόμη  και  δημοσιονομικών  προσδοκιών,  αφού  ακόμη  και  στην  περίπτωση  αποκατάστασης  των  σημαντικών  απωλειών  που  έχουν υποστεί οι  συνταξιούχοι  στην  χώρα  μας,  οι  προσδοκίες  να  είναι  περιορισμένες και να  αφορούν  σε  αριθμό  και  σε  όφελος  λίγους  συνταξιούχους.

πηγη: kommon.gr