Σήμερα: 29/03/2024
Πέμπτη, 13 Ιουνίου 2019 17:10

Ο σιδηρούς σταυρός

Γράφτηκε από τον

295172a46e67c0b91ccb4cc4b70def39_S.jpg

Detail of Pablo Picasso, Weeping Woman, 1937.

του Σαράντου Φράγκου

 «Τον Απρίλιο του 1945, στο Στάργκαρντ, στο Μεκλεμβούργο, ένας έμπορος χάρτου αποφάσισε να πυροβολήσει τη γυναίκα του, τη δεκατετράχρονη κόρη του και να αυτοπυροβοληθεί. Είχε ακούσει από πελάτες για το γάμο και την αυτοκτονία του Χίτλερ.

Εφεδρικός στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, διατηρούσε ακόμη στην κατοχή του ένα πιστόλι και εφόδια για δέκα βολές.

Όταν η γυναίκα του βγήκε από την κουζίνα με το βραδινό φαγητό, αυτός στεκόταν στο τραπέζι και καθάριζε το όπλο. Έφερε τον Σιδηρούν Σταυρό στο πέτο της στολής του όπως το συνήθιζε, μόνο σε επετείους.

Ο Φύρερ επέλεξε τον εκούσιο θάνατο, εξήγησε, μετά την ερώτησή της, κι ο ίδιος του έμενε πιστός. Μήπως ήταν κι εκείνη, όντας σύζυγός του, έτοιμη να τον ακολουθήσει σ' αυτό; Για την κόρη του δεν αμφέβαλλε ότι θα προτιμούσε έναν τιμημένο θάνατο από το χέρι του πατέρα της παρά μια ζωή χωρίς τιμή.

Την κάλεσε. Δεν τον απογοήτευσε.

Χωρίς να περιμένει την απάντηση της γυναίκας, παρότρυνε και τις δύο να φορέσουν τα πανωφόρια τους, μιά και για να μην υποπέσουν στην αντίληψη κανενός, θα τις οδηγούσε σε έναν τόπο ειδικό για την περίσταση, έξω από την πόλη. Μετά όπλισε το πιστόλι, άφησε την κόρη του να τον βοηθήσει να φορέσει το πανωφόρι του, κλείδωσε το σπίτι και έριξε το κλειδί στο γραμματοκιβώτιο.

Έβρεχε όταν βάδισαν σε σκοτεινιασμένους δρόμους, πέρα απ' την πόλη, ο άντρας μπροστά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τις γυναίκες που τον ακολουθούσαν σε απόσταση. Στην άσφαλτο άκουγε τα βήματά τους.

Αφού άφησε το δρόμο και πήρε το μονοπάτι προς το Μπούχενβαλντ, έριξε μια ματιά πίσω, πάνω απ' τον ώμο του και τους είπε να βιαστούν. Με τον αέρα της νύχτας να φυσάει στη γυμνή πεδιάδα, τα βήματά τους δεν έκαναν θόρυβο στο βρεγμένο έδαφος.

Τους φώναξε ότι έπρεπε να περάσουν μπροστά. Ενώ τις ακολουθούσε, δεν ήξερε. Φοβόταν μήπως και του το σκάσουν ή μήπως επιθυμούσε ο ίδιος να το σκάσει απ' όλα αυτά;   Δεν άργησαν να ξεμακρύνουν. Όταν δεν μπορούσε πια να τις ξεχωρίσει, κατάλαβε ότι ο φόβος του παραήταν μεγάλος ώστε να φύγει στο έτσι, κι ευχόταν πολύ να το έκαναν αυτές. Σταμάτησε προς νερού του. Το πιστόλι που κουβαλούσε στην τσέπη του παντελονιού, μέσα απ’ το λεπτό ύφασμα το 'νιωσε κρύο.  Όταν βάδισε γρηγορότερα για να προλάβει τις γυναίκες, σε κάθε βήμα το όπλο βάραγε το πόδι του. Βάδισε πιο αργά. Μόλις όμως πήγε να πιάσει στην τσέπη το όπλο για να το πετάξει, είδε τη γυναίκα και την κόρη του. Έστεκαν καταμεσής στη δημοσιά και τον περίμεναν. Είχε την πρόθεση να το κάνει στο δάσος, όμως ο κίνδυνος να ακουστούν οι πυροβολισμοί εδώ δεν ήταν μεγαλύτερος.

Όταν πήρε το πιστόλι στο χέρι κι έβγαλε την ασφάλεια, η γυναίκα κρεμάστηκε από το λαιμό του, με λυγμούς. Ήταν βαριά και κατέλαβε κόπο να την αποτινάξει. Πλησίασε την κόρη που τον κοίταζε αποσβολωμένη, ακούμπησε το πιστόλι στον κρόταφό της και πίεσε τη σκανδάλη, με τα μάτια κλεισμένα. Είχε ελπίσει να μην εκπυρσοκροτήσει το όπλο, όμως άκουσε τον πυροβολισμό και είδε πως το κορίτσι κλυδωνίστηκε και έπεσε.

Η γυναίκα έτρεμε και φώναζε. Χρειάστηκε να την κρατήσει γερά. Μόνο μετά την τρίτη βολή βουβάθηκε.

Ήταν μόνος.

Κανείς δεν ήταν εκεί πια που να τον έχει διατάξει να βάλει την κάννη του πιστολιού στον δικό του κρόταφο. Οι νεκροί δεν τον έβλεπαν, κανείς δεν τον έβλεπε.

Έβαλε το πιστόλι στην τσέπη κι έσκυψε πάνω από την κόρη του.

Ύστερα άρχισε να τρέχει.

Έκανε τρέχοντας πίσω την ίδια διαδρομή, μέχρι το δρόμο κι ακόμη λίγη, κατά μήκος του δρόμου, όχι όμως προς τη μεριά της πόλης, αλλά προς τα δυτικά. Μετά κάθισε στην άκρη του δρόμου με την πλάτη ακουμπισμένη σ' ένα δέντρο κι αναλογίστηκε την κατάσταση βαριανασαίνοντας. Βρήκε ότι δεν έλειπε η ελπίδα απ' αυτήν.

Έπρεπε μόνο να συνεχίσει να τρέχει, πάντα προς τη δύση και να αποφύγει τα επόμενα χωριά. Κάπου θα μπορούσε, τότε, να κυκλοφορήσει παράνομα, το καλύτερο σε μιά μεγαλύτερη πόλη, με ξένο όνομα, ένας άγνωστος πρόσφυγας, κανονικός και εργατικός.

Πέταξε το πιστόλι στο χαντάκι και σηκώθηκε. Ενώ περπατούσε, θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει να πετάξει τον Σιδηρούν Σταυρό. Το έπραξε».

 Χάινερ Μύλλερ, 1956

Έτσι. «Αναλογίστηκε την κατάσταση... Βρήκε ότι δεν έλειπε η ελπίδα απ' αυτήν. Έπρεπε μόνο να συνεχίσει να τρέχει πάντα προς τη δύση».

Ο φασισμός είναι μια πολιτική αλλά επίσης μια καθημερινή υπόθεση, μια ιδεολογία των κυρίαρχων αλλά και μια καθημερινή διάβρωση των κυριαρχούμενων. Ο Χάινερ Μύλλερ το γνώριζε καλύτερα. Είναι ζήτημα προσαρμογής. Να συμμορφώνεσαι με τις κινήσεις του εχθρού. Να τις αποφεύγεις. Να τις συναντάς. Να συμμορφώνεσαι και να μη συμμορφώνεσαι. Επιτιθέμενος να αποφεύγεις. Τη σειρά των πραγμάτων να αλλάζεις και να μην αλλάζεις. Να προτιμάς τη λευκή σιωπή, να μην είσαι αυτός αλλά ο άλλος. Να είσαι υπομονετικό υποζύγιο, κυνηγός κυνηγημένος, συνένοχος πάντα της εξουσίας, ένα ζωντανό φέρετρο με το ίδιο σου το σώμα.

«Η σκέψη είναι η μεγαλύτερη απόλαυση της ανθρώπινης ράτσας», λέει ο Μπρεχτ. Να όμως που σήμερα ζούμε τον αιώνα των διχασμένων συνειδήσεων. Της λοβοτομημένης σκέψης.  Αυτός ο καινούργιος ήλιος βασανιστηρίων ανατέλλει στα νέα ερείπια της γηραιάς ηπείρου. Μόλις προχθές ενημέρωσε τους υπηκόους της ότι στις 9 του Μάη γιορτάζουμε την «εξέγερση των εκατομμυρίων που γκρέμισαν το Σιδηρούν Παραπέτασμα».

Ήξερα έναν παππού, ίσως και να 'ταν ο δικός μου, μπορεί και του καθενός. Αυτός ο παππούς ήταν εργάτης-τσαγκάρης. Δούλευε στη φάμπρικα. Όταν το εργοστάσιο χρεοκόπησε, απολύθηκε, χωρίς φυσικά αποζημίωση. Έπιασε δουλειά στα μεγάλα εργοτάξια κατασκευής γεφυριών και σηράγγων. Όταν έπεσε από μια σκαλωσιά, απολύθηκε και πάλι. Απ' την ίδια σκαλωσιά είχαν πέσει άλλοι τρείς εργάτες. Ο ένας έμεινε στον τόπο. Οι δυό κατέφυγαν στη δικαιοσύνη που αποφάνθηκε ότι για τη σκαλωσιά η εταιρεία τσιγκουνεύτηκε τα ξύλα και έτσι υποχρεώθηκε να πληρώσει. Όταν είπαν στον παππού να κάνει και αυτός μήνυση στην εταιρεία, αρνήθηκε.

«Δε θέλω καυγάδες», είπε. Για είκοσι χρόνια, όσο έζησε ακόμη, πονούσε δυνατά την πλάτη του στα γυρίσματα του καιρού. Ποτέ δεν είδε πλούσιο στρωμένο τραπέζι, πάντα με ξερό ψωμί που έμαθε να εκτιμάει.

Με τους φασίστες, τους καταχτητές, τους δοσίλογους, δεν ήταν. Ούτε με τους επόμενους. Όμως κάποια στιγμή, έγινε επικίνδυνο το να μην είσαι με τους καταχτητές τους τωρινούς  είτε με τους επόμενους. Όταν ο γιός του μπήκε για δεύτερη φορά φυλακή, εξαγριώθηκε.

«Γιατί δεν κρατά το στόμα του κλειστό; Γιατί;» κραύγαζε.

Αυτός ο παππούς, αυτός ο εργάτης, δεν έφαγε ποτέ του βούτυρο. Μόνο την υπομονή με το τσουβάλι. Στα τελευταία του έμοιαζε ευχαριστημένος, ο γιός του στο μεταξύ είχε πεθάνει στη φυλακή. Έσβησε μ' έναν κακοδιάθετο μορφασμό γελωτοποιού στα εβδομήντα πέντε του, ανυπόμονος και υπομονετικός για τα επακόλουθα της υπομονής...

πηγη: kommon.gr

 

 

  • Τελευταια
  • Δημοφιλή